Με μεγάλη δυσκολία πραγματοποιούνται οι εξαγωγές ελληνικής κομπόστας ροδάκινου από την Ένωση Κονσερβοποιών Ελλάδας (ΕΚΕ), λόγω των μέτρων που έχουν ληφθεί στο πλαίσιο της αποφυγής εξάπλωσης του νέου κορονοϊού.
«Διανύουμε μια ανώμαλη περίοδο», λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο πρόεδρος της ΕΚΕ, Κώστας Αποστόλου και εξηγεί: «ένα μήνα πριν από το Πάσχα των Καθολικών, που φέτος πέφτει στις 12/4, παραδοσιακά εντείνονται οι εξαγωγές. Όμως, δυστυχώς, παρά και την αυξημένη ζήτηση που καταγράφεται στο πρώτο τρίμηνο φέτος, έναντι του αντίστοιχου περσινού διαστήματος, τόσο η έντονη ανησυχία των εργαζομένων στα εργοστάσια, όσο και τα μέτρα που λαμβάνονται στα τελωνεία της χώρας, μας δημιουργούν καθυστερήσεις που δεν αποκλείεται στο επόμενο διάστημα να αυξηθούν».
Σύμφωνα με τον κ. Αποστόλου, «υπάρχει ήδη υστέρηση στον ρυθμό εξαγωγών ελληνικής κομπόστας ροδάκινου, λόγω και των καθυστερήσεων εκτελωνισμού, αλλά η αίσθηση του μεγέθους της θα είναι πιο απτή στο τέλος του τρέχοντος μηνός».
Στα εργοστάσια μέλη της ΕΚΕ, όπως επισημαίνει ο πρόεδρός της, έχουν γίνει οι απαραίτητες διαδικασίες απολύμανσης και τηρούνται όλα τα μέτρα ασφάλειας των εργαζομένων, «ωστόσο η ανησυχία τους παραμένει έντονη».
Μεταξύ άλλων, ο κ. Αποστόλου λέει ακόμα ότι η παραγωγή συμπύρηνου ροδάκινου έφτασε τους 430.000 τόνους το 2019 έναντι των 316.000 τόνων το 2018 και 380.000 το 2017. «Από το σύνολο της παραγωγής, η κομπόστα αφορά σε 12 εκατομμύρια κιβώτια, περισσότερα κατά 10% έναντι του 2018».
Ο κ. Αποστόλου υπενθυμίζει, επίσης, ότι «η μεγαλύτερη αγορά για εμάς είναι αυτή της Γερμανίας, ενώ η ΕΕ συνολικά "απορροφά" περίπου το 60-65% των εξαγωγών μας. Από εκεί και πέρα, εξάγουμε από τον Καναδά μέχρι την Ινδονησία και από τη Βολιβία μέχρι το Βιετνάμ. Δίνουμε αρκετή βαρύτητα τα τελευταία χρόνια στην Άπω Ανατολή, τη Νοτιοανατολική Ασία, τις χώρες των Άνδεων».
Υπενθυμίζεται ότι ενώ στα μέσα της δεκαετίας του '90 υπήρχαν περίπου 35 εργοστάσια, σήμερα λειτουργούν 14 κονσερβοποιεία, που παράγουν και χυμό ροδάκινου καθώς και τέσσερα με πέντε ακόμη εργοστάσια που παράγουν προϊόντα κατάψυξης ή αποκλειστικά χυμό. Οι εγκαταστάσεις τους είναι στους νομούς Πέλλας, Ημαθίας και Λάρισας.
Βέβαια, όπως επισημαίνει, «αν και είναι λιγότερες αριθμητικά σήμερα οι βιομηχανίες, ωστόσο έχουν πολύ μεγαλύτερη δυναμικότητα, δηλαδή μπορούν να επεξεργαστούν πολύ μεγαλύτερες ποσότητες φρούτων, λόγω σημαντικών επενδύσεων στην τεχνολογία. Η δυναμικότητά τους είναι πολύ μεγαλύτερη από την παραγωγή που μπορεί να διοχετευθεί στην παγκόσμια αγορά».
Στον κλάδο της κονσερβοποιίας απασχολούνται 2.000 άτομα μόνιμο προσωπικό, ενώ το καλοκαίρι υπάρχει ανάγκη για 10.000 εποχικούς εργάτες, «τους οποίους τα τελευταία χρόνια δυσκολευόμαστε να βρούμε, ενώ 12.000 αγροτικές οικογένειες προμηθεύουν τα φρούτα».
Για τους εργάτες γης, ο κ. Αποστόλου επισημαίνει πως αποτελεί ένα ζήτημα που προβληματίζει έντονα βιομηχανίες και παραγωγούς. «Ήδη, τα τελευταία χρόνια υπάρχει μεγάλη δυσκολία για να τους βρει κανείς και το πρόβλημα εντείνεται ακόμη περισσότερο με τα μέτρα που λαμβάνονται για τη μη εξάπλωση του κορονοϊού. Αν μείνουν κλειστά τα σύνορα για τους επόμενους τρεις μήνες και δεν καταστεί εφικτό να έρθουν εργάτες γης, κυρίως από την Αλβανία, θα υπάρξει σοβαρό πρόβλημα στο αραίωμα των ροδακινιών που γίνεται στο διάστημα τέλος Απριλίου με τέλος Μαϊου», επισημαίνει.
ΑΠΕ-ΜΠΕ