Το 2014, η Δύση επιβάλει κυρώσεις σε βάρος της Ρωσίας με τη Μόσχα να απαντά με εμπάργκο στην εισαγωγή τροφίμων. Τέσσερα χρόνια μετά και ενώ οι ευρωπαϊκές ενισχύσεις σταματούν, Έλληνες παραγωγοί μιλούν στο Sputnik για τα σοβαρά προβλήματα που εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν.
Τέσσερα χρόνια έχουν περάσει από την επιβολή του ρωσικού εμπάργκο στην εισαγωγή προϊόντων διατροφής από την Ευρωπαϊκή Ένωση, σε απάντηση των κυρώσεων που επέβαλε η Δύση σε βάρος της Ρωσίας για την Ουκρανία.
Από το 2014, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παρατείνει ανά εξάμηνο τις κυρώσεις και η Ρωσία απαντά με τον ίδιο τρόπο.
Τα ρωσικά αντίμετρα δε στρέφονται μόνο κατά της Ευρώπης, αλλά και κατά των ΗΠΑ και άλλων χωρών. Όπως φαίνεται, όμως, η Ε.Ε. είναι αυτή που έχει υποφέρει περισσότερο από την απαγόρευση στα αγροτικά προϊόντα.
Η Ελλάδα δε θα μπορούσε να αποτελέσει εξαίρεση. Ήταν άλλωστε στην πρώτη δεκάδα των μεγαλύτερων προμηθευτών φρούτων και λαχανικών της Ρωσία, εξάγοντας 140.000 τόνους το 2013. Αυτό ισοδυναμεί με το 12% των συνολικών εξαγωγών της χώρας σε φρούτα και κηπευτικά, όπως προκύπτει από στοιχεία της INCOFRUIT — HELLAS. Το 2017, οι ελληνικές πωλήσεις στη Ρωσία μειώθηκαν κατά 164,48 εκατομμύρια ευρώ σε σχέση με το 2013.
© SPUTNIK / FILIP KLIMASZEWSKI
Η ΕΕ μετρά απώλειες τέσσερα χρόνια μετά το εμπάργκο από τη Ρωσία σε δυτικά τρόφιμα
Μεγάλες οι απώλειες για τους ροδακινοπαραγωγούς
Σοβαρά προβλήματα παρατηρούνται στο ροδάκινο, με τους συνεταιρισμούς της Βόρειας Ελλάδας να μιλούν για καταστροφή, χωρίς καμία ελπίδα να διαφαίνεται στον ορίζοντα.
«Η Ρωσία ήταν η μεγαλύτερη αγορά για τα ελληνικά επιτραπέζια ροδάκινα, απορροφώντας πάνω από 40.000 τόνους ετησίως. Συνολικά, η Ρωσία απορροφούσε με βάση τα στοιχεία που είχαμε 160.000 με 180.000 τόνους ροδάκινο. Αυτή η αγορά έχει σήμερα χαθεί. Καλύπτει τις ανάγκες της από την Τουρκία και χώρες της Μέσης Ανατολής, αλλά και της Ασίας, όπως το Ουζμπεκιστάν και το Καζακστάν», αναφέρει ο Χρήστος Γιαννακάκης, πρόεδρος της Κοινοπραξίας Συνεταιρισμών Ομάδων Παραγωγών Νομού Ημαθίας. Όπως εξηγεί, οι συνέπειες αυτής της απώλειας είναι ακόμη ορατές. «Από το 2014 δεν μπόρεσε να ανακάμψει ο τομέας και υπάρχουν σημαντικά προβλήματα».
Στο ερώτημα εάν μπορούν να αναζητηθούν άλλες αγορές, ο κ. Γιαννακάκης ξεκαθαρίζει ότι δεν είναι εφικτό. «Το ροδάκινο είναι ένα ευπαθές φρούτο και δεν μπορεί να ταξιδέψει πολύ μακριά από τη χώρα παραγωγής. Η ρωσική αγορά ήταν σε απόσταση που μπορούσε να προσεγγιστεί και δεν μπορεί να υποκατασταθεί από άλλη».
Παρότι η Ημαθία πρωταγωνιστούσε ως βασικός εξαγωγέας, ο κ. Γιαννακάκης δεν μπορεί να εκτιμήσει με ακρίβεια τις οικονομικές συνέπειες για την περιοχή. «Μπορούμε, όμως, να πούμε ποιες είναι οι συνέπειες για την ευρωπαϊκή παραγωγή: είναι κάτι που τυραννά όλο το ευρωπαϊκό ροδάκινο, το ισπανικό, ιταλικό και ελληνικό», επισημαίνει. «Παρότι η καλλιέργεια του επιτραπέζιου ροδάκινου έχει μειωθεί, υπάρχουν αδιάθετες ποσότητες που δημιουργούν συμπίεση στις τιμές».
«Η ρωσική αγορά με τις ποσότητες που απορροφούσε, συνέβαλε να υπάρχει ισορροπία. Εάν δούμε, λοιπόν σε τι τιμές πουλούσαμε το 2013 και σε τι τιμές πουλάμε τώρα, θα διαπιστώσετε ότι έχουν πέσει περίπου στο 50% σε σχέση με τότε. Έχει προκληθεί μία φοβερή διαταραχή στην ευρωπαϊκή αγορά η οποία ταλανίζει ακόμη και θα ταλανίζει και στο μέλλον το ροδάκινο και είναι κάτι που δηλώνεται και από τους Ισπανούς και τους Έλληνες σε συσκέψεις που γίνονται», εξηγεί ο κ. Γιαννακάκης.
Το μισό περίπου εισόδημα του έχουν χάσει εδώ και τέσσερα χρόνια οι παραγωγοί στην Επισκοπή, υποστηρίζει από τη μεριά του ο Δημήτρης Λογγιζίδης, πρόεδρος του Α.Σ. Επισκοπής. «150 εκατ. Ρώσοι έχουν φύγει από την αγορά και όλα τα ευρωπαϊκά ροδάκινα μένουν στην Ευρώπη, οι ποσότητες είναι μεγάλες και οι τιμές χαμηλότερες. Εμείς σαν Ελλάδα έχουμε μία απόσταση από τις χώρες της Κεντρικής Ευρώπης που Ιταλία και Ισπανία δεν έχουν, και άρα έχουν λιγότερα έξοδα και αυτό μας δημιουργεί μεγαλύτερο κόστος». Οι αγρότες της Επισκοπής επιχείρησαν να βρουν διέξοδο σε χώρες των Βαλκανίων, «όμως η απόδοση που μας δίνουν είναι μικρότερη απ' αυτή που είχαμε στη ρωσική αγορά».
Σε 30% υπολογίζει τις απώλειες για τους ροδακινοπαραγωγούς, ο Βασίλης Μπουγάς, διευθυντής του ΑΣΕΠΟΠ Νάουσας. Ο τζίρος του συνεταιρισμού ήταν 15 εκατ. ευρώ και έπεσε στα 11 εκατ. ευρώ, αναφέρει.
Πτώση και στις τιμές του μήλου λόγω υπερπαραγωγής
Η καταστροφή, όμως, δεν αφορά μόνο το ροδάκινο. «Αυτή τη στιγμή γίνεται πανικός με το μήλο. Η Ρωσία απορροφούσε μεγάλο κομμάτι», αναφέρει ο Κώστας Ταμπακιάρης, πρόεδρος του Α.Σ. Νάουσας. Εξηγεί ότι όλα τα ελληνικά μήλα θα κατευθυνθούν φέτος στην εσωτερική αγορά όπου θα πρέπει να ανταγωνιστούν και άλλες χώρες. «Η εσωτερική αγορά δεν μπορεί να καταναλώσει όλες αυτές τις ποσότητες. Ήδη οι τιμές είναι πολύ χαμηλές γιατί υπάρχει υπερπαραγωγή σε όλη την Ευρώπη», επισημαίνει.
Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα με την Πολωνία η οποία «έστελνε πάνω από 700.000 τόνους μήλου ετησίως στη Ρωσία», όπως εξηγεί ο κ. Γιαννακάκης. «Σήμερα η Ρωσία δεν υπάρχει, η Πολωνία έχει μια κανονική παραγωγή μήλου και το αποτέλεσμα είναι να επηρεάζεται συνολικά η ευρωπαϊκή παραγωγή όσον αφορά τις τιμές, που αναμένεται να είναι χαμηλές».
© SPUTNIK / FILIP KLIMASZEWSKI
Διαδήλωση Πολωνών αγροτών για το ρωσικό εμπάργκο
Στην περίπτωση του πράσινου μήλου, τύπου granny smith, μάλιστα, οι Έλληνες παραγωγοί δεν μπορούν να κάνουν τίποτα, καθώς δεν έχουν βρεθεί ισοδύναμες αγορές. «Υπάρχει εκρίζωση των ποικιλιών οπότε μειώνεται η καλλιέργεια. Είναι ένα φρούτο που έχει βρει μία διέξοδο προς τη Μέση Ανατολή, αλλά δεν μπορεί να απορροφηθεί στον βαθμό που έκανε η Ρωσία», επισημαίνει ο κ. Γιαννακάκης.
Βαρύ τίμημα πληρώνουν και οι παραγωγοί φράουλας, οι οποίοι αποκόμιζαν μεγάλα κέρδη από τη ρωσική αγορά, όπως αναφέρει ο Φώτης Κυριαζής, πρόεδρος της Ομάδας Παραγωγών «Υρμίνη». «Εμείς δίναμε γύρω στους 20.000 — 25.000 τόνους. Βρήκαμε άλλες χώρες, αλλά η ρωσική αγορά ήταν η καλύτερη για την Ελλάδα», τονίζει, προσθέτοντας ότι πλέον καλούνται να αντιμετωπίσουν τον ανταγωνισμό της Ισπανίας και της Ιταλίας, οι οποίες βρίσκονταν ήδη σε αγορές που η Ελλάδα καλείται πλέον να διεισδύσει — προσφέροντας ακόμη και χαμηλότερες τιμές — καθώς μέχρι τώρα περιοριζόταν στη Ρωσία.
Όσο για την εγχώρια αγορά, δεν μπορεί να απορροφήσει την προσφορά. «Δεν υπάρχει η ελληνική αγορά, το πολύ να δώσεις (παραγωγή από) 1.000 στρέμματα και εμείς έχουμε 12.000 — 13.000 στρέμματα», εξηγεί ο κ. Κυριαζής.
Η κόντρα Δύσης και Ρωσίας επιδρά αρνητικά και στη γούνα
Η γούνα, μπορεί να μην περιλαμβάνεται στη λίστα των προϊόντων που η Ρωσία έχει επιβάλει εμπάργκο, ωστόσο οι συνέπειες του ψυχροπολεμικού κλίματος επιδρούν αρνητικά στις ελληνικές εξαγωγές, ευνοώντας ταυτόχρονα άλλες χώρες όπως την Τουρκία.
«Το πρόβλημα που έχει ανακύψει για την ελληνική βιομηχανία γούνας δεν σχετίζεται τόσο με τις ρωσικές κυρώσεις αυτές καθ' αυτές, αφού η γούνα δεν συμπεριλαμβάνεται στα "απαγορευμένα" προϊόντα, αλλά στο γενικότερο κλίμα που έχει διαμορφωθεί, με τους Ρώσους να υποστηρίζουν περισσότερο τα προϊόντα που παράγονται στη χώρα τους και να… αποφεύγουν αυτά που παράγονται σε τρίτες χώρες και δη στις ευρωπαϊκές. Αυτό σε συνδυασμό με την οικονομική κρίση της Ρωσίας και την υποτίμηση του Ρουβλίου σαφώς και επηρέασαν τις πωλήσεις γουναρικών στην εν λόγω χώρα, που από τα περίπου 87 εκατομμύρια ευρώ το 2013, έφτασαν στα 55 εκατομμύρια ευρώ το 2017, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για τις εξαγωγές προϊόντων γούνας. Σημαντικές ήταν και οι επιπτώσεις, αν και δεν υπάρχουν μετρήσιμα στοιχεία, εξαιτίας της επιλογής των Ρώσων να επισκέπτονται για αναψυχή — που πολλές φορές συνδυαζόταν και με αγορές γουναρικών — χώρες οι οποίες δεν σχετίζονται με το εμπάργκο της Ευρώπης, όπως για παράδειγμα η γειτονική Τουρκία», επισημαίνει ο Σύνδεσμος Γουνοποιών Καστοριάς.
Τέλος στις αποζημιώσεις από την Ε.Ε.
Η συμπλήρωση τεσσάρων ετών από την επιβολή των κυρώσεων σε βάρος της Ρωσίας και της απάντησης της Μόσχας με εμπάργκο στις εισαγωγές, συμπίπτει με τον τερματισμό των σχετικών αποζημιώσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς τους αγρότες.
«Υπήρξε βοήθεια από την Ε.Ε. μέχρι και φέτος τον Ιούνιο, οπότε και σταμάτησε. Πλέον η Ε.Ε. δε στηρίζει άλλο τα προϊόντα μας», επισημαίνει ο Χρήστος Γιαννακάκης. Ερωτηθείς εάν έγιναν προσπάθειες για παράταση των αποζημιώσεων, απαντά καταφατικά, συμπληρώνοντας όμως ότι η απάντηση που έλαβαν ήταν σαφέστατη: «Δε θα υπάρξει άλλη βοήθεια».
«Δε θα θέλαμε τη βοήθεια, αρκεί να είχαμε ανοιχτή τη ρωσική αγορά»
Άραγε το διάστημα που δόθηκαν αποζημιώσεις αρκούσε για να αντιμετωπιστούν οι συνέπειες του εμπάργκο; «Όχι, τα τέσσερα χρόνια δεν επαρκούσαν για να αντιμετωπιστεί η κατάσταση. Αλλά εμείς δε θα θέλαμε ούτε τη βοήθεια, αρκεί να είχαμε ανοιχτή την αγορά της Ρωσίας. Δυστυχώς, όμως, δεν υπήρχε αυτή η περίπτωση, δε θέλουν να βοηθήσουν σε αυτόν τον τομέα», αναφέρει ο κ. Μπουγάς του ΑΣΕΠΟΠ Νάουσας. Ο ίδιος εκφράζει την ελπίδα να ανοίξει ξανά η αγορά της Ρωσίας, αν και θεωρεί δύσκολο ένα τέτοιο ενδεχόμενο.
«Θα ήταν ευχής έργον να ανοίξει η αγορά της Ρωσίας, αλλά βλέποντας τις διεθνείς εξελίξεις θεωρούμε ότι είναι αρκετά δύσκολο με τη συνεχιζόμενη κόντρα που υπάρχει ανάμεσα στην Ε.Ε. και τις ΗΠΑ», τονίζει ο κ. Μπουγάς, επιρρίπτοντας την ευθύνη στην Ε.Ε. «Η Ρωσία δεν έκανε κάτι περισσότερο από το να απαντήσει σε μέτρα της Ε.Ε.», συμπληρώνει.
Όπως αναφέρει ο κ. Λογγιζίδης του Α.Σ. Επισκοπής, «η ενίσχυση από την Ευρώπη σταμάτησε και είπε ότι μέχρι τώρα θα έπρεπε να έχουμε βρει καινούριες αγορές».
Είναι εφικτό, όμως, τα ελληνικά προϊόντα να κατευθυνθούν σε άλλες αγορές; «Αυτό το παραμύθι με τις εναλλακτικές αγορές το λένε όλοι και δεν ισχύει. Ήδη όλες οι αγορές καταναλώνουν προϊόντα. Ποιες εναλλακτικές; Να τα στείλουμε στην Κίνα; Δε φτάνουν. Αυτά τα προϊόντα έχουν συγκεκριμένη διάρκεια συντήρησης και μπορούν να φτάσουν σε συγκεκριμένες αγορές. Πού να τα προωθήσουμε; Οι αγορές που μπορούν να φτάσουν ήδη προμηθεύονται προϊόντα από την Ευρώπη. Η αγορά της Ρωσίας ήταν άλλη μία αγορά ευρωπαϊκή και δεν μπορεί να αντικατασταθεί. Τα ευρωπαϊκά προϊόντα που κατέληγαν εκεί, περισσεύουν τώρα. Δεν υπάρχουν άλλες αγορές», τονίζει ο κ. Ταμπακιάρης.
Οι κερδισμένοι του εμπάργκο
Τη στιγμή που η κατάσταση για τους Έλληνες παραγωγούς περιγράφεται με μελανά χρώματα, υπάρχουν και οι κερδισμένοι του εμπάργκο. Για αργή, ο ίδιος ο ρωσικός αγροτικός τομέας, ο οποίος γνώρισε σημαντική βελτίωση καθώς η χώρα εστίασε στην αντικατάσταση των εισαγωγών δίνοντας ώθηση στη δική της παραγωγή.
«Σύμφωνα με στοιχεία που ήρθαν σε γνώση μας το εμπόριο φρούτων και λαχανικών στην Ρωσία έχει βελτιωθεί τόσο με (μερική) αποκατάσταση των εισαγωγών, όσο και με αύξηση της εγχώριας παραγωγής τους κατά το 2017», επισημαίνει ο Γεώργιος Πολυχρονάκης, ειδικός Σύμβουλος του Συνδέσμου Ελληνικών Επιχειρήσεων Εξαγωγής Διακίνησης Φρούτων Λαχανικών και Χυμών INCOFRUIT — HELLAS.
Ρωσία: Εισαγωγές νωπών φρούτων και λαχανικών ανά χώρα (σε 1000 τόνους)
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
+/- σε
|
Προέλευση
|
2009
|
2010
|
2011
|
2012
|
2013
|
2014
|
2015
|
2016
|
2017
|
%
|
Κόσμος
|
7.010
|
7.841
|
8.346
|
8.013
|
8.453
|
7.945
|
6.860
|
6.114
|
7.148
|
17%
|
Εκουαδόρ
|
917
|
986
|
1.205
|
1.126
|
1.282
|
1.240
|
1.210
|
1.333
|
1.487
|
12%
|
Τουρκία
|
983
|
1.134
|
1.245
|
1.157
|
1.157
|
1.381
|
1.307
|
548
|
1.014
|
85%
|
Χώρες εμπάργκο.
|
1.621
|
2.004
|
2.030
|
2.328
|
2.329
|
1.608
|
19
|
16
|
17
|
5%
|
Υπόλοιπες Χώρες
|
3.489
|
3.718
|
3.866
|
3.403
|
3.685
|
3.716
|
4.324
|
4.216
|
4.631
|
10%
|
Πηγή: Επεξεργασία Incofruit Hellas βάσει στοιχείων Ρωσικών Τελωνείων
Όσον αφορά στις εισαγωγές, ο ίδιος αναφέρει πως δεν έχει φτάσει στα επίπεδα του 2013, πριν την επιβολή του εμπάργκο, όμως το 2017 παρατηρήθηκε σημαντική αύξηση στα νωπά οπωροκηπευτικά σε σχέση με το προηγούμενο έτος.
«Η μερική αποκατάσταση των εισαγωγών οφείλεται: α) στην άρση του εμπάργκο σε διάφορα τουρκικά προϊόντα το 2017, αλλά και β) σε ρεκόρ εισαγωγών μπανάνας από το Εκουαδόρ, αλλά και στις εισαγωγές από άλλες χώρες που σημείωσαν ρεκόρ, όπως είναι: η Κίνα, η Αίγυπτος, το Αζερμπαϊτζάν και η Μολδαβία», αναφέρει ο κ. Πολυχρονάκης.
Εκτιμά ότι ακόμη και εάν σταματήσει το εμπάργκο, θα χρειαστεί επιπλέον χρόνος για την ανάκαμψη.
«Ακόμη και εάν οι λόγοι επιβολής του εμπάργκο εξαλειφθούν, τότε οι πιστοποιήσεις από τις αρμόδιες αρχές της Ρωσίας των εξαγωγέων σε κάθε χώρα μέλος της Ε.Ε. θα χρειασθεί τουλάχιστον μια τριετία να δοθούν, ως δήλωσε αρμόδιος Ρώσος αξιωματούχος, αλλά η αποκατάσταση κάλυψης του μεριδίου της αγοράς που είχαν τα προϊόντα της Ε.Ε. στην Ρωσική αγορά θα είναι χρονοβόρα», καταλήγει.
Πηγή:sputniknews.gr