ΘΕΟΔΩΡΑ ΤΖΑΚΡΗ: «Τα πραγματικά προβλήματα του αγροτών σήμερα είναι: η συρρίκνωση του αγροτικού εισοδήματος, το υψηλό κόστος παραγωγής, η έλλειψη εργατικού δυναμικού και οι πολιτικές αποφάσεις που επηρεάζουν αρνητικά τη διάθεση της παραγωγής»
Η Βουλευτής Πέλλας του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ κ. Θεοδώρα Τζάκρη, κατά την παρέμβασή της στην Επιτροπή Παραγωγής και Εμπορίου με θέμα συζήτησης «Πως μπορεί ο αγροδιατροφικός τομέας να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις του αύριο, σήμερα» στη βάση δυο μελετών της Ernst & Young και του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθήνας, αφού αρχικά ανέφερε ότι τα περισσότερα από αυτά που αναφέρονται τόσο όσον αφορά στα προβλήματα όσο και στις προκλήσεις του αγροδιατροφικού τομέα είναι γνωστά, εστίασε στα ουσιαστικά ζητήματα που αντιμετωπίζουν σήμερα οι αγρότες. Επισήμανε τη συρρίκνωση του αγροτικού εισοδήματος, το υψηλό κόστος παραγωγής, την έλλειψη εργατικού δυναμικού και τις πολιτικές αποφάσεις (ρωσικό εμπάργκο, πόλεμος στην Ουκρανία) που επηρεάζουν αρνητικά τη διάθεση της παραγωγής είναι τα πραγματικά προβλήματα του αγροτών. Υπογράμμισε ιδιαίτερα ότι τα παραπάνω προβλήματα επηρεάζουν αρνητικά τους αγρότες στην Πέλλα και την Ημαθία αναφορικά με τη διάθεση της φετινής διάθεσης της παραγωγής των ροδάκινων που αποτελεί σχεδόν μονοπώλιο στις περιοχές αυτές.
Κλείνοντας, την ομιλία της η κ. Τζάκρη ζήτησε ενημέρωση σχετικά με το στρατηγικό σχέδιο της ΚΑΠ το οποίο έχει επιστραφεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή με πάνω από 300 παρατηρήσεις, την εξέλιξη για την ηλεκτρονική υποβολή της Ενιαίας Αίτησης Ενίσχυσης στο πλαίσιο του ΟΣΔΕ που μεταφέρθηκε από τον ΟΠΕΚΕΠΕ στην Ενιαία Ψηφιακή Πύλη gov.gr, για τη φημολογούμενη μεταφορά των αποκεντρωμένων υπηρεσιών του Υπουργείου στις αποκεντρωμένες διοικήσεις καθώς και για τη μελέτη της Παγκόσμιας Τράπεζας η οποία πραγματοποιήθηκε με δημόσιο χρήμα και αφορά σε «τσεκ απ» της ελληνικής γεωργίας ενόψει του στρατηγικού σχεδίου της ΚΑΠ της περιόδου 2023-27.
Ακολουθεί το πλήρες κείμενο της ομιλίας της κ. Τζάκρη:
«Κύριε Υπουργέ,
Θα ήθελα καταρχήν να σας ευχαριστήσω για την συζήτηση και την ενημέρωση που μας κάνατε για την κατάσταση του αγροδιατροφικού τομέα στη χώρα.
Στην ουσία μας μεταφέρατε τα ευρήματα της μελέτης της ΕΥ [Ernst Young] με την Τράπεζα Πειραιώς.
Να υποθέσω ότι υιοθετείτε τόσο τα ευρήματα της μελέτης όσο και τις προτάσεις και συμπεράσματα της.
Ωστόσο πρέπει να επισημάνω ότι δεν ανακαλύπτουμε σήμερα την πυρίτιδα. Τα περισσότερα από αυτά που αναφέρονται στη μελέτη είναι γνωστά.
Όλοι και κυρίως όσοι προερχόμαστε από αγροτικές περιοχές, γνωρίζουμε τόσο τα προβλήματα του αγροδιατροφικού τομέα όσο και τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει.
Ο πρωτογενής τομέας πράγματι είναι ο βασικός πυρήνας του αγροδιατροφικού τομέα:
- Απασχολεί ένα μεγάλο μέρος του εργατικού δυναμικού της χώρας
- συνεισφέρει καθοριστικά στην επισιτιστική επάρκεια
- είναι κύριος τροφοδότης της μεταποιητικής βιομηχανίας και
- είναι σε στενή σύνδεση με τους κλάδους μεταφορών, χονδρεμπορίου και λιανικού εμπορίου.
Και όμως όταν το 1980 ο πρωτογενής τομέας συνεισέφερε το 17% του Α.Ε.Π. της χώρας, το 2020 η συνεισφορά ήταν μικρότερη του 4%.
Γιατί συμβαίνει αυτό;
Γιατί εντωμεταξύ χάσαμε το δρόμο μας.
Γιατί δεν ενδιαφέρει η επισιτιστική ασφάλεια.
Γιατί άλλοι διεθνείς παράγοντες όπως πχ το διεθνές εμπόριο αγροτικών προϊόντων σε μια παγκοσμιοποιημένη αγορά είναι αυτό που υπαγορεύει κάθε φορά τι και πως θα καλλιεργήσουμε.
Παραδείγματος χάρη:
Γιατί σκληρό σιτάρι και όχι μαλακό; Γιατί το σκληρό σιτάρι έχει καλύτερες αποδόσεις, υψηλότερες τιμές [και συνδεδεμένες ενισχύσεις] και εξαγωγικό προσανατολισμό.
Γιατί υπάρχει έλλειμμα στην παραγωγή πρωτεϊνούχων καλλιεργειών; Γιατί με τη συμφωνία του Blair House οι οποίες η ΕΕ προστάτευσε την παραγωγή σιτηρών της, με αντάλλαγμα αδασμολόγητες εισαγωγές ελαιούχων σπόρων και πρωτεϊνούχων φυτών με ότι αυτό σημαίνει για την κτηνοτροφία και για την απώλεια των θετικών επιπτώσεων στο περιβάλλον από την καλλιέργεια αυτών των φυτών [μετριασμός των συνεπειών της κλιματικής αλλαγής, βελτίωση της γονιμότητας και δομής του εδάφους κλπ].
Γιατί σήμερα δεν παράγεται ούτε ένας κόκκος ζάχαρης στη χώρα; Από αυτάρκεις εξαγωγείς το 2006, φτάσαμε να πληρώνουμε εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ τον χρόνο σε εισαγωγές.
Είναι μόλις λίγα παραδείγματα τα οποία όμως αναδεικνύουν το σημερινό μοντέλο της γεωργίας. Επιπλέον και τα τρία παραπάνω παραδείγματα αφορούν σε ετήσιες καλλιέργειες που θεωρητικά πάντα ένας παραγωγός μπορεί να αντιμετωπίσει και να επιλέξει να καλλιεργήσει κάτι άλλο που θα στο τέλος της ημέρας θα του αποφέρει ένα καλύτερο εισόδημα.
Τι γίνεται όμως στις περιπτώσεις των πολυετών καλλιεργειών (ροδάκινα, νεκταρίνια, βερύκοκα, μήλα, αχλάδια, κεράσια ακτινίδια κλπ). Καλλιέργειες που είναι πάγιο κεφάλαιο για μια αγροτική επιχείρηση
Η παραγωγή όλων αυτών των καλλιεργειών μετά την περυσινή καταστροφή από τους ανοιξιάτικους παγετούς που μεσοσταθμικά μείωσε την παραγωγή κατά 50% αναμένεται φέτος να επιστρέψει στα συνήθη επίπεδα ή και να αυξηθεί σε ορισμένες περιπτώσεις (εφόσον το επιτρέψουν οι καιρικές συνθήκες). Ωστόσο κοιτάξτε τι συμβαίνει φέτος:
- Έχουμε ένα υψηλό κόστος παραγωγής που το διαμορφώνουν οι υψηλές τιμές ενέργειας και οι τιμές των πρώτων υλών.
- Η πρωτόγνωρη έλλειψη εργατικού δυναμικού τόσο στα χωράφια όσο και στη βιομηχανία
- Το κλείσιμο των αγορών Ρωσίας, Ουκρανίας και Λευκορωσίας που δημιουργεί προβλήματα στη διάθεση του συμπυκνωμένου χυμού ροδάκινου και των επιτραπέζιων ροδάκινων. Στην Ουκρανία βέβαια γίνονται εξαγωγές αλλά σε μια χώρα που βρίσκεται σε πόλεμο όλα είναι ρευστά όσον αφορά στις ποσότητες που μπορεί να απορροφήσει και στις τιμές που μπορεί να πληρώσει.
Θα ήθελα να εστιάσω λίγο περισσότερο στην καλλιέργεια του ροδάκινου που σχεδόν αποτελεί μονοπώλιο στις περιοχές και της Πέλλας της Ημαθίας. Στην Ελλάδα μετά την περσινή καταστροφή, αναμένεται αύξηση της παραγωγής τόσο στο επιτραπέζιο όσο και στο συμπύρηνο ροδάκινο.
Αποκτά λοιπόν ιδιαίτερο ενδιαφέρον πως θα εξελιχθεί η διαχείριση της φετινής παραγωγής τόσο του επιτραπέζιου (λόγω της εμπόλεμης κατάστασης της Ουκρανίας όπου εκεί κατευθύνονταν πλέον των 25.000 τόνων) καθώς και συμπύρηνου ροδάκινου που κατευθύνεται στη βιομηχανία μεταποίησης (καθώς η Ρωσία απορροφούσε περί τους 8 με 9000 τόνους χυμού ροδάκινου ή 30- 35000 τόνους πρώτης ύλης).
Καθώς λοιπόν πλησιάζει η ώρα που οι περισσότερες μεταποιητικές βιομηχανίες θα αρχίσουν την λειτουργία τους. Ωστόσο ακόμη «σιγή ιχθύος» από την πλευρά της βιομηχανίας για την τιμή που θα αγοράσει φέτος. Κάθε χρόνο παρά το γεγονός ότι από την πλευρά της βιομηχανίας δημοσιοποιούνται οι απαιτήσεις από τους ροδακινοπαραγωγούς με στόχο να διατηρηθεί η καλή ποιότητα και η φήμη της ελληνικής κομπόστας στο εξωτερικό, δεν υπάρχει έγκαιρη ενημέρωση για την τιμή του προϊόντος.
Λέγοντας αυτά θέλω να σημειώσω τα πραγματικά καθημερινά προβλήματα των παραγωγών. Προβλήματα που ωθούν τους παραγωγούς συνεχώς να τρέχουν πίσω από τις όποιες εξελίξεις προσπαθώντας κάθε φορά να περισώσουν ότι μπορούν από αυτό το εισόδημα που συνεχώς συμπιέζεται προς τα κάτω. Και όπως διαπιστώνεται και στη μελέτη σας «Για την Ελλάδα, το αγροτικό εισόδημα καταγράφει από το 2010 μέχρι το 2018 συνεχείς διακυμάνσεις σε επίπεδα κάτω των 100 μονάδων. Το 2019 παρατηρήθηκε μια αύξηση του δείκτη (στις 107 μονάδες), ο οποίος διατήρησε την ανοδική του πορεία και το επόμενο έτος, καταγράφοντας την υψηλότερη τιμή των 114 μονάδων το 2020, ενώ στην ΕΕ διαμορφώνεται το 2020 στις 127 μονάδες»
Οι διαπιστώσεις που προκύπτουν από τη μελέτη όπως:
- Οι μικρές και κατακερματισμένες γεωργικές εκμεταλλεύσεις
- Η αναποτελεσματική οργάνωση και το χαμηλό επίπεδο συνεργασίας
- Το υψηλό κόστος παραγωγής
- Η χαμηλή ηλικιακή ανανέωση του παραγωγικού δυναμικού (γήρανση πληθυσμού, χωρίς ανάλογη αντικατάσταση από νέους αγρότες)
- Η ελλιπής τυποποίηση των ελληνικών αγροτικών προϊόντων κλπ
είναι λίγο- πολύ γνωστές και αποτελούν δομικά προβλήματα του ελληνικού πρωτογενή τομέα, που όμως παρά τις όποιες κρίσεις είχε να αντιμετωπίσει τα τελευταία χρόνια, ο τομέας έδειξε ανθεκτικότητα. Αυτό και μόνο λέει πολλά. Μήπως κάποια από τα παραπάνω που παρουσιάζονται ως μειονεκτήματα δεν είναι και τόσο μειονεκτήματα; Γιατί δηλαδή να μην υποστηριχτεί περισσότερο η οικογενειακή γεωργία;
Οι αγροτικοί συνεταιρισμοί θα έπρεπε να διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο, βοηθώντας τους αγρότες να καταλαμβάνουν μεγαλύτερο μερίδιο της προστιθέμενης αξίας στην αλυσίδα αξίας των τροφίμων. Στην Ελλάδα, όμως, το πλήθος, αλλά και το μερίδιο αγοράς, των συνεργατικών σχημάτων έχουν συρρικνωθεί τα τελευταία χρόνια. Παράλληλα, οι οργανώσεις και οι ομάδες παραγωγών χαρακτηρίζονται από το μικρό μέγεθός τους και τον χαμηλό βαθμό οργάνωσής τους.
Γιατί συμβαίνει αυτό;
Γιατί ο αγροτικός κόσμος αποφεύγει τη συλλογικότητα που αποδεδειγμένα θα λειτουργήσει υπέρ του;
Ερωτήματα που απαιτούν απαντήσεις και ενδεδειγμένες λύσεις.
Κύριε Υπουργέ,
Τα ευρήματα της μελέτης της EΥ (Ernst & Young) καθώς και του Γεωπονικού Πανεπιστημίου είναι πολύ χρήσιμα σε θεωρητικό επίπεδο. Το πως όλα αυτά θα λειτουργήσουν στην πράξη θα το δούμε στο μέλλον [αν και κάποιες προτάσεις όπως η κάθετη γεωργία, το φυτικό κρέας, ή το κρέας με βάση τα κύτταρα δε θεωρώ ότι είναι ενδεδειγμένες λύσεις για την ελληνική γεωργία].
Εγώ προσωπικά θα ήθελα να ακούσω:
- Για το στρατηγικό σχέδιο της ΚΑΠ. Γιατί οι παρατηρήσεις από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή είναι πάρα πολλές (πάνω από 300) και αδυναμία υποβολής του εμπρόθεσμα θα θέσει σε κίνδυνο τις επιδοτήσεις των αγροτών μετά την 1/1/2023. Η όλη κατάσταση θυμίζει μια επανάληψη της υποβολής του Προγράμματος Αγροτικής Ανάπτυξης το 2014, το οποίο η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αποδόμησε και επί της ουσίας απέρριψε και το οποίο «διέσωσε» η Κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ το 2015 μετά από ένα χρόνο συνεχούς διαπραγμάτευσης.
- Για το πως εξελίσσεται η ηλεκτρονική υποβολή της Ενιαίας Αίτησης Ενίσχυσης στο πλαίσιο του Ο.Σ.Δ.Ε. που μεταφέρθηκε από τον ΟΠΕΚΕΠΕ στην Ενιαία Ψηφιακή Πύλη της Δημόσιας Διοίκησης [στο gov.gr]. Διότι οι παλινωδίες και οι μη σαφείς οδηγίες ενέχουν τον κίνδυνο λαθών και μη ορθών πληρωμών.
- Για την αποδυνάμωση του Υπουργείου και τις φήμες περί μεταφοράς των αποκεντρωμένων υπηρεσιών του Υπουργείου στις αποκεντρωμένες διοικήσεις.
Επίσης περιμένουμε να μας ενημερώσετε για τη μελέτη της Παγκόσμιας Τράπεζας, η οποία πραγματοποιήθηκε με δημόσιο χρήμα και αφορά σε «τσεκ απ» της ελληνικής γεωργίας ενόψει του στρατηγικού σχεδίου της ΚΑΠ της περιόδου 2023-27 [το οποίο έχει πλέον των 300 παρατηρήσεων από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή]»