Πιο συγκεκριμένα, και σύμφωνα με τα τελευταία επίσημα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η χώρα μας έχει την υψηλότερη τιμή σε σχέση με τα υπόλοιπα 27 κράτη - μέλη της ΕΕ. Κατά μέσο όρο διαμορφώθηκε στα 1,55 ευρώ το λίτρο και βρίσκεται σχεδόν στο ίδιο ύψος με εκείνο της Ολλανδίας (1,554 ευρώ ανά λίτρο). Πρόκειται για τιμοληψίες με ημερομηνία δημοσίευσης στο Παρατηρητήριο της Γενικής Διεύθυνσης Ενέργειας της Κομισιόν την 26η Φεβρουαρίου.
Οι Έλληνες καταναλωτές χρυσοπληρώνουν την αμόλυβδη εξαιτίας της υψηλής φορολόγησης που έχει επιβληθεί στο καύσιμο για την επίτευξη των μνημονιακών στόχων.
Όπως προκύπτει από την κοστολογική ανάλυση της τελικής τιμής πώλησης, από τα 1,55 ευρώ που πληρώνουν οι οδηγοί ανά λίτρο, πάνω από το 1 ευρώ κατευθύνεται σε φόρους, τέλη και λοιπές επιβαρύνσεις. Με πιο απλά λόγια, το 65,22% της αξίας διαμορφώνεται από τον Ειδικό Φόρο Κατανάλωσης, τον ΦΠΑ 24%, την εισφορά του Ειδικού Λογαριασμού Πετρελαιοειδών, το Ειδικό Τέλος Δικαιωμάτων Εκτέλεσης Εργασιών και το Ανταποδοτικό Τέλος υπέρ της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας.
Το 27,51% της τελικής τιμής που καταβάλλουν νοικοκυριά κι επιχειρήσεις για το φουλάρισμα του ρεζερβουάρ των οχημάτων τους πάει στα διυλιστήρια, ενώ το υπόλοιπο 7,27% αφορά το μεικτό περιθώριο κέρδους εμπορίας και πρατηριούχων.
Από τα αξιοσημείωτα της κατάταξης των χωρών με την ακριβότερη αμόλυβδη αναδεικνύεται και το γεγονός της συσχέτισης τιμών - διαθέσιμου εισοδήματος. Ετσι, αν και η Ελλάδα είναι από τις χώρες της ΕΕ με χαμηλή αγοραστική δύναμη, η αμόλυβδη είναι ακριβή. Αντίθετα, αν και Ιταλία, Γαλλία, Φινλανδία, Σουηδία, Δανία και Βέλγιο είναι χώρες με υψηλό εισόδημα, η βενζίνη είναι φθηνότερη σε σχέση με την Ελλάδα.
Η εγχώρια αγορά υγρών καυσίμων στη διάρκεια των μνημονιακών χρόνων ακολουθεί πτωτική πορεία ως προς τις πωλήσεις. Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία, από το 2008 έως και το 2017 η πτώση σε όγκο είναι 38% για όλα τα δασμολογημένα προϊόντα (βενζίνες, ντίζελ κίνησης και πετρέλαιο θέρμανσης). Η συρρίκνωση της αγοράς αποδίδεται στο ψαλίδισμα των καταναλωτικών δαπανών λόγω της μείωσης του διαθέσιμου εισοδήματος καθώς και της μεγάλης αύξησης των φόρων. Το 2008 οι πωλήσεις ήταν 11,3 εκατ. μετρικοί τόνοι και πέρυσι έκλεισαν στα 7 εκατ.
Η μεγάλη αύξηση του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης στις βενζίνες έγινε τον Οκτώβριο του 2010, όταν αυτός εκτινάχθηκε από τα 0,41 ευρώ ανά λίτρο στα 0,53 ευρώ. Σχεδόν έναν χρόνο μετά, ο ΕΦΚ ανέβηκε και πάλι στα 0,61 και στη συνέχεια στα 0,67 ευρώ το λίτρο. Η τελευταία αύξηση του φόρου ήλθε τον Ιανουάριο του 2017, όταν αυτός διαμορφώθηκε στα 0,70 ευρώ ανά λίτρο.
Το αποτέλεσμα της υπερφορολόγησης των καυσίμων ήταν αφενός να μην επιτευχθεί η προσδοκώμενη αύξηση των εσόδων και αφετέρου, όπως καταγγέλλουν παράγοντες της αγοράς, να εκτιναχθεί η λαθραία διακίνηση των πετρελαιοειδών προϊόντων. Νοθεία, παράνομη εμπορία και πειραγμένες αντλίες συνθέτουν ένα αρνητικό σκηνικό στην αγορά, που οδήγησε σε λουκέτο εκατοντάδες βενζινάδικα και πλήθος εταιρειών εμπορίας πετρελαιοειδών.