Για τον αντίκτυπο των πολιτικών της ΕΕ στην κτηνοτροφία τοποθετήθηκε η Διευθύνουσα Σύμβουλος της GAIA ΕΠΙΧΕΙΡΕΙΝ, Έλλη Τσιφόρου
Στο διεπιστημονικό workshop που διοργάνωσε το Ινστιτούτο Προϊόντων Κρέατος - ΙΠΚ και η Συμβουλευτική Επιτροπή Εμπειρογνωμόνων του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών Επεξεργασίας Κρέατος - ΣΕΒΕΚ, το οποίο πραγματοποιήθηκε την Τετάρτη, 18 Οκτωβρίου 2023 με θέμα «Ας μιλήσουμε για το κρέας: υγεία, διατροφική αξία και βιωσιμότητα», τοποθετήθηκε η Διευθύνουσα Σύμβουλος της GAIA ΕΠΙΧΕΙΡΕΙΝ, Έλλη Τσιφόρου.
Στο πλαίσιο του workshop συμμετείχαν επιστήμονες από το χώρο της ιατρικής, της διατροφής, της χημείας, της τεχνολογίας και ασφάλειας τροφίμων, των καταναλωτών και του δημόσιου - ελεγκτικού τομέα, αλλά και εκπρόσωποι του πρωτογενούς και αγροδιατροφικού τομέα, οι οποίοι συζήτησαν σχετικά με τα θέματα υγείας, διατροφής και βιωσιμότητας στον κλάδο του κρέατος.
Εκπροσωπώντας τη GAIA EΠΙΧΕΙΡΕΙΝ, η κα. Τσιφόρου παρουσίασε τις βασικές πολιτικές πρωτοβουλίες της ΕΕ, οι οποίες έχουν ειδικό αντίκτυπο στην κτηνοτροφία. Όπως ανέφερε, «η Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία είναι η πολιτική ομπρέλα κάτω από την οποία θα κληθούν να λειτουργήσουν και να αναπτυχθούν κατά τις επόμενες δεκαετίες όλοι οι οικονομικοί τομείς, μεταξύ των οποίων και ο πρωτογενής τομέας. Οι στόχοι και οι πολιτικές που έχουν τεθεί, και οι οποίοι αποσκοπούν στην κλιματική ουδετερότητα μέχρι το 2050 και στην ενίσχυση της βιωσιμότητας κατά μήκος της αλυσίδας τροφίμων, από την παραγωγή έως την κατανάλωση, σημαίνουν ήδη σημαντικές προσαρμογές για τον τομέα του κρέατος: αυστηρότεροι όροι για τις εκπομπές των κτηνοτροφικών εκμεταλλεύσεων, δεσμευτικός στόχος μείωσης της πώλησης αντιμικροβιακών φαρμάκων κατά 50% ως το 2030, νέες νομοθετικές πρωτοβουλίες για την ευζωία των ζώων, τα πρόσθετα ζωοτροφών, ένα πιο περιοριστικό πλαίσιο για τη χρηματοδότηση της προώθησης των προϊόντων κόκκινου κρέατος στην εσωτερική αγορά στο πλαίσιο της επερχόμενης αναθεώρησης της πολιτικής προώθησης της ΕΕ».
Όπως χαρακτηριστικά σημείωσε, «οι πολιτικές αυτές δεν έχουν βασιστεί σε προηγούμενη μελέτη αντικτύπου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στην οικονομική ανάπτυξη του τομέα, με ορισμένες ανεξάρτητες μελέτες, όπως αυτή του πανεπιστημίου Wageningen της Ολλανδίας, να κάνουν λόγο για μείωση της παραγωγής κρέατος στην ΕΕ κατά 14% και εξάρτησή της από τις εισαγωγές βόειου και αιγοπρόβειου κρέατος. Οι εκπρόσωποι των παραγωγών δικαίως ζητούν η δημόσια διαβούλευση και η λήψη των αποφάσεων να βασίζονται σε στοιχεία και σε τεκμηρίωση, και υπενθυμίζουν ότι η βιωσιμότητα δεν εμπεριέχει μόνο την περιβαλλοντική αλλά και την οικονομική/κλιματική διάσταση».
Τέλος, ανέφερε ότι «η ΕΕ από το 1990 έχει μειώσει τις εκπομπές του τομέα της γεωργίας κατά 14%, σε αντίθεση με τρίτες χώρες - εμπορικούς εταίρους της ΕΕ στις οποίες οι εκπομπές αυξήθηκαν σημαντικά, δημιουργώντας εύλογη απορία στους Ευρωπαίους παραγωγούς σε σχέση με τους δίκαιους όρους ανταγωνισμού με τους συναδέλφους τους από άλλες περιοχές του πλανήτη. Ωστόσο, θα πρέπει να επισημανθεί ότι ο κόσμος της παραγωγής ήδη εφαρμόζει λύσεις προς την κατεύθυνση της βιωσιμότητας και επιθυμεί να προχωρήσει στην περαιτέρω ανάπτυξή τους, λαμβάνοντας όμως υπόψη τον αναγκαίο χρόνο για μια ομαλή πράσινη μετάβαση και τις σημαντικές επενδύσεις που χρειάζεται να γίνουν στις αγροτικές εκμεταλλεύσεις, ειδικά σε ότι αφορά τη γνώση και την καινοτομία».
Κλείνοντας, η κα. Τσιφόρου τόνισε ότι «η Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ) μπορεί να συνεισφέρει σε αυτή την κατεύθυνση. Ωστόσο, επειδή μιλάμε πλέον για μια πιο εθνοκεντρική πολιτική, η χώρα μας υπολείπεται στην αξιοποίηση των εργαλείων της ΚΑΠ ώστε να χαράξει μια ολιστική στρατηγική προσέγγιση για τον τομέα της κτηνοτροφίας, ο οποίος βρίσκεται σε κατάσταση συναγερμού, καθώς συνεχώς συρρικνώνεται κάτω από το βάρος του μεγάλου κόστους παραγωγής».