Κάθε οπωροφόρο έχει ανάγκη μιας ποσότητας θερμότητας για να βλαστήσει και καρποφορήσει κανονικά.
ΕΥΝΟΙΚΕΣ ΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ ΤΩΝ ΥΨΗΛΩΝ ΘΕΡΜΟΚΡΑΣΙΩΝ
Σε πιο ψυχρά κλίματα η παραγωγή και η ποιότητα των καρπών σε πολλά οπωροφόρα θα είναι μειωμένη και η καλλιέργεια μη εμπορική.
Το σύνολο των μονάδων θερμότητας για κάθε ποικιλία είναι μια σχέση μεταξύ θερμοκρασίας κάθε ημέρας (όρια παίρνονται μεταξύ 10 και 28 ºC) και καρπικής περιόδου (ημέρες από την πλήρη άνθιση έως τη συγκομιδή).
Έτσι μια πρώιμη ποικιλία ροδακινιάς (ωρίμανση νωρίς τον Ιούνιο) απαιτεί 400 μονάδες, ενώ μια μέσης εποχής (μέσα Ιουλίου) ωρίμανσης 800.
Οι κερασιές απαιτούν κάτω από 500 μονάδες, οι μηλιές πάνω από 1500 και η ακτινιδιά 1800.
Αχλαδιά, ευρωπαϊκή δαμασκηνιά (Prunus domestica), μηλιά και κερασιά καρποφορούν και σε περιοχές με χαμηλότερες σχετικά θερμοκρασίες κατά τη βλαστική περίοδο από τη ροδακινιά και βερικοκιά, ενώ η αμυγδαλιά απαιτεί σημαντικά υψηλότερες θερμοκρασίες για να συμπληρώσει τον ετήσιο κύκλο της.
Τα υποτροπικά είδη (εσπεριδοειδή, ελιά) απαιτούν ακόμη υψηλότερες θερμοκρασίες και τα τροπικά είδη (μπανανιά, μάνγκο, ανανάς) τις υψηλότερες (και, καλύτερα, τη μακρύτερη διάρκεια βλαστικής περιόδου).
Έτσι η ροδακινιά φυσικά θα μπορούσε να καλλιεργηθεί στη Γερμανία, αλλά η παραγωγή και ιδιαίτερα η ποιότητα των καρπών θα ήταν χαμηλή.
Όπως είναι κατανοητό, οι μονάδες θερμότητας σχετίζονται με την πρωϊμότητα μιας ποικιλίας σε συγκεκριμένο μικροκλίμα.
Εκτός της καθυστέρησης της άνθισης, μερικά είδη οπωροφόρων στις βόρειες χώρες (π.χ. τα κεράσια ωριμάζουν τον Ιούλιο στη Γερμανία) θα ωριμάσουν πιο αργά τους καρπούς τους σε σχέση με την Ελλάδα (τα αντίστοιχα κεράσια ωριμάζουν μέσα Ιουνίου), κύρια λόγω της καθυστέρησης συσσώρευσης των μονάδων θερμότητας που απαιτούνται από την άνθιση έως την ωρίμανση των καρπών.
Φυσικά, δροσερή άνοιξη θα καθυστερήσει και την ωρίμανση των αντίστοιχων κερασιών για λίγες ημέρες στην Ελλάδα.
Μεγαλύτερο είναι το πρόβλημα των ειδών που ωριμάζουν αργά τους καρπούς τους και επομένως απαιτούν πολλές μονάδες θερμότητας.
ΔΥΣΜΕΝΕΙΣ ΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ ΤΩΝ ΥΨΗΛΩΝ ΘΕΡΜΟΚΡΑΣΙΩΝ
Εδώ η διάρκεια της βλαστικής περιόδου (να το θέσουμε χονδροειδώς από τον τελευταίο παγετό της Άνοιξης έως τον πρώτο παγετό του Φθινοπώρου) είναι καθοριστική στο αν μια ποικιλία μπορεί να καλλιεργηθεί σε μια περιοχή.
Ενώ για την ικανοποιητική ανάπτυξη και καρποφορία των οπωροφόρων απαιτούνται, ανάλογα με το είδος, υψηλές θερμοκρασίες κατά τη βλαστική περίοδο, οι πολύ υψηλές θερμοκρασίες (συνήθως άνω των 35 ºC) προκαλούν αυξημένες απώλειες νερού (διαπνοή και εξάτμιση), μείωση της καθαρής φωτοσύνθεσης και μείωση της παραγωγής.
Καθώς οι φυτικοί ιστοί περιέχουν πολύ νερό, θερμαίνονται με απορρόφηση θερμότητας του ηλιακού φωτός από το νερό και ψύχονται μόνο τόσο όσο μπορεί να καλύψει η διαπνοή, η οποία και δεν είναι ικανή τις θερμές ώρες του καλοκαιριού να λειτουργήσει αποτελεσματικά (δηλ. τα στομάτια κλείνουν καθώς οι ρίζες αδυνατούν να απορροφήσουν και το σύστημα των αγγείων των βλαστών αδυνατεί να μεταφέρει τόσο πολύ νερό).
Έτσι οι φυτικοί ιστοί υπερθερμαίνονται και εγκαύματα προκαλούνται κύρια σε καρπούς, βλαστούς αλλά και σε εκτεθειμένους από θερινό κλάδεμα ή κλάδεμα ανανέωσης βραχίονες και κορμούς.
Ιδιαίτερα ευαίσθητοι είναι οι κορμοί των νεοφυτευμένων δενδρυλλίων οι οποίοι και πρέπει να προστατεύονται κατά τα πρώτα δύο έτη στο χωράφι με άσπρισμα (ασβέστη ή λευκό πλαστικό χρώμα εσωτερικών χώρων) ή με νάρθηκα από χαρτόνι ή αδιαφανές πλαστικό.
Κατά την περίοδο λήθαργου, θερμοκρασίες άνω των 16 ºC προκαλούν απώλειες συσσωρευμένων ωρών χαμηλών θερμοκρασιών (για τη διακοπή του ληθάργου των ανθοφόρων οφθαλμών), ενώ από το πέρας του ληθάργου (Φεβρουάριο), υψηλές θερμοκρασίες (>15 ºC) θα προκαλέσουν ταχεία ανάπτυξη των ανθοφόρων οφθαλμών και της νέας βλάστησης κάνοντας τους νέους ιστούς ευαίσθητους σε ανοιξιάτικους παγετούς.
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ,
ΣΧΟΛΗ ΓΕΩΠΟΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ,
ΤΜΗΜΑ ΓΕΩΠΟΝΙΑΣ ΦΥΤΙΚΗΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΚΑΙ ΑΓΡΟΤΙΚΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΔΕΝΔΡΟΚΟΜΙΑΣ
Αναπλ. Καθηγητής Γιώργος Νάνος - ΔΕΝΔΡΟΚΟΜΙΑ Ι - Σημειώσεις για ειδικά θέματα
Πηγή: blog.farmacon.gr