Οι τιμές των εκάστοτε αγροτικών προϊόντων είναι πάντοτε φλέγον ζήτημα των παραγωγών. Υψηλές τιμές, σε συνδυασμό και με υψηλές (ή γενικά καλές) αποδόσεις σημαίνει και «χαμόγελα» στις τάξεις των αγροτών. Αυτό συνεπάγεται και εκπλήρωση όλων τους των υποχρεώσεων, μα και η δυνατότητα να ξεκινήσουν προγραμματισμό και ενέργειες για την προετοιμασία τους για την επόμενη καλλιεργητική σεζόν. Η ιστορία όμως δεν είναι τόσο όμορφη κι ωραία όπως ακούγεται σ αυτές τις πρώτες γραμμές.
Τα τελευταία χρόνια έχουν αλλάξει άρδην πολλά ζητήματα σε ότι αφορά τις τιμές πώλησης έκαστος προϊόντος. Από πολλούς χρησιμοποιείται η ορολογία «ανοιχτή τιμή». Με τον όρο αυτό δεν νοείται πώληση προϊόντος, αλλά «παράδοση» (μπορούμε κάλλιστα να το πούμε ακόμη και ως «πίστωση» της παραγωγής έναντι αντιτίμου, το οποίο δεν γνωστοποιείται με το που δώσει ο παραγωγός την παραγωγή του για μετέπειτα επεξεργασία ή αποθήκευση ή πώληση). Πάγια τακτική του εμπορίου της ελληνικής υπαίθρου τα τελευταία χρόνια. Και φυσικά η μπάλα πήρε και τον επονομαζόμενο «λευκό χρυσό» που είναι το βαμβάκι.
Καίριας οικονομικής σημασίας καλλιέργεια για την επικράτεια, με κύρια κέντρα καταγωγής Θεσσαλία, Μακεδονία, Θράκη και Στερεά Ελλάδα.
Κάθε χρόνο, αυτή την εποχή η αγωνία των βαμβακοπαραγωγών είναι η τιμή του προϊόντος αυτού. Εκφράσεις όπως «τι τιμή έχει το βαμπάκι αυτό τον καιρό» ή «με τι τιμή παίρνουν τα εκκοκκιστήρια τα βαμπάκια» είναι χαρακτηριστικές, που αναβλύζουν καθημερινά από τα στόματα δεκάδων βαμβακοπαραγωγών. Κοστοβόρα ιδιαίτερα καλλιέργεια, μιας και από την προετοιμασία του αγρού μέχρι και την συγκομιδή απαιτεί λιπάνσεις, αρδεύσεις καθώς και την απαραίτητη πλην όμως πετυχημένη φυτοπροστασία, για την επίτευξη μέγιστης δυνατής απόδοσης.
Πολλοί είναι αυτοί (κυρίως άτομα του χώρου της εμπορίας και διάθεσης του βαμβακιού, αλλά και γεωπόνοι, ή οι λεγόμενοι από πολλούς ως «βαμβακολόγοι») που προμηνύουν ή στα πλαίσια μιας χρηματιστηριακής τιμής «προβλέπουν» τιμή στο βαμβάκι.
Από την στιγμή που γίνεται λόγος, εμπορία, παράδοση μα και παραλαβή συλλεχθέντος βαμβακιού και κατόπιν εορτής δίνεται (κόβεται) η τιμή στον παραγωγό πώς μπορεί να γίνει λόγος γι αυτήν??? Μέγα λάθος και πάγια τακτική πολλών, που επιδρά κυρίως κατόπιν εφησυχασμού στις τάξεις των βαμβακοπαραγωγών.
Έτσι, καταλήγει ο παραγωγός ν αδειάζει την σοδειά του στις αποθήκες των εργοστασίων «άνευ αντιτίμου», φεύγοντας με την αγωνία και την πλήρη άγνοια ζωγραφισμένη στο βλέμμα του.
Η αλήθεια είναι ότι το βαμβάκι είναι χρηματιστηριακό προϊόν, και η τιμή του εξαρτάται από το πώς φαίνονται οι κινήσεις εξαγωγών από την χώρα μας προς χώρες εισαγωγής ελληνικού βαμβακιού. Ένα δε μέρος της παραγωγής ελληνικού βαμβακιού φεύγει και προς τα κλωστήρια της γείτονας Τουρκίας, όπου η πτώση της ισοτιμίας λίρας/δολαρίου, φαίνεται πώς επηρέασε σε πρώτη φάση το προϊόν. Μετέπειτα, επήλθε μια σταθεροποίηση αυτής.
Τέλος, πολλοί κάνουν λόγο για τιμές υψηλότερες των περσινών επιπέδων την φετινή σεζόν. Αν ισχύσει ή όχι, θα φανεί στην πορεία.
Πάντως, ένα είναι σίγουρο. Ας μην εφησυχαζόμαστε σε όσα λέγοντα, διότι τα πιο πολλά είναι απλά «λόγια του καφενείου», δίχως νόημα και ουσία, που πολλές δε φορές πανικοβάλουν τους παραγωγούς, ή τους ωθούν προς την αντίθετη κατεύθυνση.
Ίσως υπήρχε μια καλύτερη διέξοδο προς μια υψηλότερη και πιο «σίγουρη» τιμή στο ελληνικό βαμβάκι, αν δινόταν έμφαση στην ποιότητα, καθώς και σε συνεργασίες (ομάδες παραγωγών). Μόνο έτσι πλέον μπορεί κάποιος να επιβιώσει στην αγορά.
Γράφει ο Θωμάς Χανής Φοιτητής στο Τμήμα Αγροτικής Αναπτύξης του ΔΠΘ (ΑΕΙ) Ορεστιάδας