Πού θα πάνε οι αγορές - Οι προβλέψεις και οι προειδοποιήσεις των επενδυτικών οίκων
Οι ανησυχίες για ύφεση της οικονομίας έχουν πάρει την πρώτη θέση στους κίνδυνους για τις αγορές στη στρατηγική των διεθνών επενδυτών, λόγω της επιθετικής αυστηροποίησης στην οποία προχωρούν οι κεντρικές τράπεζες σε όλο τον κόσμο, η οποία στοχεύει να καταπολεμήσει την εκτόξευση του πληθωρισμού, εις βάρος ωστόσο της ανάπτυξης. Οι διεθνείς επενδυτικοί οίκοι εμφανίζονται επιφυλακτικοί για την πορεία των αγορών στο επόμενο διάστημα, επισημαίνοντας πως, σε περίπτωση υλοποίησης του σεναρίου της ύφεσης, τότε θα γίνουμε μάρτυρες ακόμα ενός βίαιου ξεπουλήματος. Παρά το ήδη ισχυρό sell-off που έχουν σημειώσει οι μετοχές, διστάζουν να αλλάξουν τη στάση τους, βλέποντας τους βραχυπρόθεσμους κινδύνους και τις ανησυχίες να αυξάνονται, δίνοντας σενάρια για πτώση του δείκτη-βαρόμετρου των διεθνών αγρών, του S&P 500 των ΗΠΑ, ακόμα και στις 3.000 ή στις 2.525 μονάδες, σε περίπτωση ενός σκηνικού στασιμοπληθωρισμού όπως αυτού της δεκαετίας του '70.
Μπαράζ προειδοποιήσεων για την πιθανότητα ύφεσης
Τα σενάρια για ύφεση της παγκόσμιας οικονομίας έχουν αρχίσει και μπαίνουν στο τραπέζι, με τους επενδυτές να στρέφονται με ταχύτητα μακριά από το ρίσκο, ενώ οι διεθνείς οίκοι με μπαράζ εκθέσεών τους την τελευταία εβδομάδα έκρουσαν των κώδωνα του υφεσιακού κινδύνου.Η Citigroup τόνισε πως βλέπει τη συνολική πιθανότητα ύφεσης να πλησιάζει τώρα το 50%, καθώς οι κεντρικές τράπεζες επιταχύνουν την αυστηροποίηση της νομισματικής πολιτικής και η ζήτηση για αγαθά αποδυναμώνεται. Όπως σημείωσε, η οικονομία συνεχίζει να πλήττεται από το τριπλό σοκ της πανδημίας, του πολέμου στην Ουκρανία και των διαταραχών της εφοδιαστικής αλυσίδας, που ωθούν προς τα πάνω τον πληθωρισμό και μειώνουν την ανάπτυξη. Όμως, πιο πρόσφατα, ακόμα δύο παράγοντες εμφανίστηκαν στο προσκήνιο: οι κεντρικές τράπεζες αυξάνουν τα επιτόκια, και μάλιστα με επιθετικές διαθέσεις, ώστε να καταπολεμήσουν τον πληθωρισμό, και η παγκόσμια ζήτηση των καταναλωτών για αγαθά φαίνεται να μειώνεται.
Η Barclays εκτιμά πως η Ευρωζώνη θα μπει σε τεχνική ύφεση προς το τέλος του 2022, αλλά ένα πιο σοβαρό χτύπημα της οικονομίας νωρίτερα είναι πιθανό εάν σταματήσουν οι ροές ρωσικού φυσικού αερίου. Πλέον προβλέπει ότι το πραγματικό ΑΕΠ της περιοχής θα αυξηθεί μόνο κατά 0,5% ετησίως το 2023 (έναντι 1,8% προηγουμένως), από 2,8% ετησίως φέτος, και σημαντικά κάτω από τις προσδοκίες της αγοράς και των θεσμών για ανάπτυξη 2,1% το 2023.
Ωστόσο, η μείωση των παραδόσεων ρωσικού φυσικού αερίου προς τη Γερμανία (κατά 60%), την Ιταλία (κατά 15%) και επίσης τη Γαλλία αυξάνει τις πιθανότητες να πέσει η Ευρωζώνη σε βαθιά ύφεση, εάν οι ροές φυσικού αερίου σταματήσουν εντελώς. Σε ένα τέτοιο σενάριο, που θα συνεπαγόταν υψηλότερες τιμές ενέργειας και ενεργειακό δελτίο, εκτιμά ότι ο αντίκτυπος της μείωσης στο ΑΕΠ της θα μπορούσε να ξεπεράσει το 5%.
Η Goldman Sachs, από την πλευρά της, διπλασίασε την πιθανότητα να περιέλθει η αμερικανική οικονομία σε ύφεση στο επόμενο έτος στο 30%, εν μέσω πληθωρισμού-ρεκόρ και αδύναμων μακροοικονομικών στοιχείων λόγω της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία. Παράλληλα, προβλέπει 25% πιθανότητα η αμερικανική οικονομία να μπει σε ύφεση το 2024 εάν την αποφύγει το 2023, κάτι που σημαίνει πως σωρευτικά υπάρχει πιθανότητα 48% για μια ύφεση στα επόμενα δύο χρόνια σε σχέση με 35% που προέβλεπε πριν.
Και η Nomura τόνισε πως η πιθανότητα ήπιας ύφεσης στις ΗΠΑ προς το τέλος του 2022 είναι μεγαλύτερη από αυτήν ενός μη υφεσιακού σεναρίου, επισημαίνοντας πως στο εξής θα είναι δυσκολότερες οι χρηματοοικονομικές συνθήκες, το καταναλωτικό κλίμα θα επιδεινωθεί, τα προβλήματα στην προσφορά ενέργειας και τροφίμων θα ενταθούν, θολώνοντας τις προοπτικές της οικονομίας.
Morgan Stanley, Goldman Sachs: Δεν έχει αποτιμηθεί το σενάριο ύφεσης
Σε αυτό το πλαίσιο, οι στρατηγικοί αναλυτές της Morgan Stanley και της Goldman Sachs προειδοποιούν πως οι μετοχές δεν έχουν ακόμη αποτιμήσει πλήρως τον κίνδυνο ύφεσης και ενδέχεται να σημειώσουν περαιτέρω πτώση.
Αν και η φετινή βουτιά των αμερικανικών μετοχών τις άφησε σε πιο δίκαιες τιμές, ο δείκτης S&P 500 πρέπει να πέσει περαιτέρω 15%-20%, σε περίπου 3.000 μονάδες, προκειμένου η αγορά να αντικατοπτρίζει πλήρως την κλίμακα της οικονομικής συρρίκνωσης, σημειώνει η Morgan Stanley."Η bear market δεν θα τελειώσει μέχρι να φτάσει η ύφεση ή να εξαλειφθεί ο κίνδυνος ύφεσης", τονίζει η Morgan Stanley, τη στιγμή που ήδη ο δείκτης S&P καταγράφει απώλειες άνω του 20% από τα πρόσφατα υψηλά του.Ανάλογη άποψη έχουν και οι αναλυτές της Goldman Sachs, οι οποίοι σημειώνουν ότι οι μετοχές τιμολογούν μόνο σε μια ήπια ύφεση, "αφήνοντάς τες εκτεθειμένες σε περαιτέρω επιδείνωση των προσδοκιών".Το συναίσθημα των επενδυτών σχετικά με τα risk assets έχει επιδεινωθεί τις τελευταίες εβδομάδες, καθώς ο πληθωρισμός και η επιθετική Fed έχουν αυξήσει την πιθανότητα μιας παρατεταμένης οικονομικής συρρίκνωσης. Κατά την Goldman, εάν μια πλήρης ύφεση γίνει το βασικό σενάριο της αγοράς, ο S&P 500 θα μπορούσε να υποχωρήσει κοντά στις 2.900 μονάδες ‒ περισσότερο από 20% από τα τρέχοντα επίπεδα.
Η Goldman θεωρεί ότι αυτή που βιώνουμε είναι μια "κυκλική" bear market με ισχυρότερους ισολογισμούς του ιδιωτικού τομέα και αρνητικά πραγματικά επιτόκια, που αντισταθμίζουν πολλούς από τους συστημικούς κινδύνους που συνδέονται με τις μεγαλύτερες και βαθύτερες "διαρθρωτικές" bear markets. Ο κύριος οδηγός μιας τυπικής κυκλικής bear market είναι ότι ο πληθωρισμός και τα επιτόκια αυξάνονται και οι αγορές τιμολογούν τον κίνδυνο ύφεσης. Κατά μέσο όρο, οι κυκλικές bear markets χαρακτηρίζονται από μια βουτιά της τάξης του 30% από την κορυφή έως το κατώτατο σημείο και διαρκούν δύο χρόνια, ενώ χρειάζονται περίπου πέντε χρόνια για να επανέλθουν πλήρως στο σημείο εκκίνησής τους. Όσον αφορά την απόδοση, πλησιάζουμε σε αυτό το είδος sell-off, αλλά η διάρκεια είναι μέχρι στιγμής πιο σύντομη.
Σύμφωνα με την Goldman, ο "πάτος" σε μια κυκλική bear market συνήθως έρχεται περίπου 6-9 μήνες πριν από τον "πάτο" στα κέρδη ανά μετοχή (EPS) και όταν βρισκόμαστε σε ύφεση αλλά όχι ακόμη στο ναδίρ όσον αφορά την παραγωγή, δηλαδή ουσιαστικά τελειώνει 1-2 τρίμηνα πριν από το οικονομικό ναδίρ και μετά την κορύφωση του πληθωρισμού.
BlackRock: Μην αγοράζετε τη βουτιά
Η BlackRock έχει τρεις λόγους για τους οποίους δεν πείθεται να αγοράσει μετοχές κατά την τρέχουσα βουτιά. Όπως εξηγεί, το "buy the dip" δεν είναι κατάλληλο αυτήν τη στιγμή, καθώς οι αποτιμήσεις των μετοχών δεν έχουν βελτιωθεί, υπάρχει κίνδυνος υπερβολικής αυστηροποίησης της πολιτικής της Fed και οι πιέσεις στα περιθώρια κερδών των εισηγμένων αυξάνονται.
Όπως σημειώνει, οι αμερικανικές μετοχές έχουν υποστεί τις μεγαλύτερες απώλειες από τις αρχές του έτους τουλάχιστον από τη δεκαετία του 1960. Αυτό πυροδότησε εκκλήσεις για αγορές μετοχών, αλλά, όπως σημειώνει, "εμείς δεν θα ακολουθήσουμε το buy the dip προς το παρόν. Ήδη μειώσαμε το ρίσκο στο χαρτοφυλάκιό μας δύο φορές φέτος λόγω των αυξανόμενων ανησυχιών σχετικά με την επίδραση της ενεργειακής κρίσης στην ανάπτυξη και της υπερβολικής αυστηροποιησης των κεντρικών τραπεζών. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο δεν βλέπουμε την ισχυρή πρόσφατη διόρθωση ως λόγο για αγορές μετοχών – και αναμένουμε περισσότερη αστάθεια στο μέλλον", τονίζει η BlackRock.Οι πιέσεις των περιθωρίων κερδοφορίας αποτελούν κίνδυνο για τις μετοχές, ενώ οι αποτιμήσεις δεν είναι πολύ φθηνότερες, δεδομένης της αύξησης των επιτοκίων και των ασθενέστερων προοπτικών κερδοφορίας, κατά την άποψή της. Την ίδια στιγμή, μια επιθετικότερη πορεία των επιτοκίων δικαιολογεί χαμηλότερες τιμές μετοχών.
Η BlackRock βλέπει επίσης τον κίνδυνο η Fed να αυξήσει τα επιτόκια πολύ υψηλά – ή ότι οι αγορές θα πιστεύουν ότι θα το κάνει, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα. Σημάδια επίμονου πληθωρισμού μπορεί να τροφοδοτήσουν αυτή την τιμολόγηση από την αγορά. "Δεν βλέπουμε βελτίωση διαρκείας στις αγορές έως ότου η Fed αναγνωρίσει ρητά το υψηλό κόστος για την ανάπτυξη και τις θέσεις εργασίας από τις υπερβολικές αυξήσεις στα επιτόκια. Αυτό θα ήταν ένα μήνυμα προς εμάς να στραφούμε ξανά προς στις μετοχές", τονίζει η BlackRock.
BofA: Πολύ νωρίς για να γυρίσουμε σε θετική τη στάση μας
Το sell-off στις ευρωπαϊκές μετοχές έχει ξεφύγει πολύ, καθώς το μεγαλύτερο μέρος των επιπτώσεων από τις αρνητικές οικονομικές ειδήσεις έχει αποτιμηθεί, επισημαίνει η Bank of America, αλλά προειδοποιεί πως είναι ακόμη νωρίς για να γυρίσει σε θετική τη στάση της.
Η BofA αύξησε, έτσι, τη στάση της στις μετοχές της περιοχής σε ουδέτερη από αρνητική, λέγοντας ότι ο δείκτης Stoxx Europe 600 είχε πέσει κάτω από τον στόχο των 410 μονάδων. Ωστόσο, προειδοποιούν ότι ήταν πολύ νωρίς για να γίνουν overweight, δεδομένων των κινδύνων για την ανάπτυξη και τις πραγματικές αποδόσεις των ομολόγων.
"Γινόμαστε μόνο ουδέτεροι, όχι θετικοί, δεδομένου ότι ο κύριος καταλύτης για τη θετική δυναμική των τιμών των μετοχών είναι η επιτάχυνση της δυναμικής ανάπτυξης ‒ και βλέπουμε ελάχιστες πιθανότητες για αυτό", όπως σημείωσε.
Η BofA ήταν bearish για τις ευρωπαϊκές μετοχές από τον Οκτώβριο του 2021, εν μέσω προειδοποιήσεων για αυξανόμενο πληθωρισμό και επιβράδυνση της οικονομικής ανάπτυξης ‒ και οι δύο παράγοντες επιδεινώθηκαν φέτος, καθώς οι κεντρικές τράπεζες ξεκίνησαν την επιθετική νομισματική αυστηροποίηση. Οι ευρωπαϊκές μετοχές διαπραγματεύονται τώρα στο χαμηλότερο επίπεδο από τον Φεβρουάριο του 2021, μετά τη μεγαλύτερη αύξηση των επιτοκίων της Fed από το 1994, και ο Stoxx 600 είναι περίπου 19% κάτω από το ρεκόρ του Ιανουαρίου.
Γενικότερα, η BofA παραμένει overweight στις μετοχές "ανάπτυξης" έναντι των μετοχών "αξίας", ενώ είναι underweight στις τράπεζες. Τα ευαίσθητα στις αποδόσεις των ομολόγων κυκλικά assets κινηθήκαν καλύτερα από την αγορά και έναντι των αμυντικών, δεδομένης της υποστήριξης από τις αυξανόμενες αποδόσεις των ομολόγων. Κατά συνέπεια, παραμένουν ευάλωτα εάν η εστίαση της αγοράς μετατοπιστεί από τη διαταραχή της προσφοράς και τον αυξανόμενο πληθωρισμό στην καταστροφή της ζήτησης και στην αποδυνάμωση της ανάπτυξης, οδηγώντας τις αποδόσεις σε πτώση, όπως και αναμένει η BofA.
J.P. Morgan: Θετική κόντρα στο consensus
Αντίθετα με τις γενικότερες εκτιμήσεις των επενδυτικών οίκων, του consensus της αγοράς δηλαδή, η J.P. Morgan διατηρεί τη θετική της στάση για τις μετοχές και δηλώνει υπέρ του ρίσκου. Όπως σημειώνει, τα ισχυρά στοιχεία για τον πληθωρισμό του Μαΐου στις ΗΠΑ, σε συνδυασμό με το sell-off στα κρυπτονομίσματα και τις πιέσεις στα ομόλογα που δημιουργούν η αυστηροποίηση της νομισματικής πολιτικής και οι προσδοκίες για επιθετικότερη στάση των κεντρικών τραπεζών στη συνέχεια, επιβαρύνουν το επενδυτικό κλίμα. Ωστόσο, η J.P. Morgan πιστεύει ότι η ανατιμολόγηση της αγοράς για τα επιτόκια είναι υπερβολική και η Fed θα εκπλήξει, ακολουθώντας αργότερα πιο ήπια αυστηροποίηση.
Οι κινήσεις στις αγορές δείχνουν επίσης ότι αποτιμούν σε μεγάλο βαθμό τον κίνδυνο ύφεσης και η αμερικανική τράπεζα πιστεύει ότι μια βραχυπρόθεσμη ύφεση θα αποφευχθεί τελικά χάρη στη δύναμη των καταναλωτών, το reopening των οικονομιών και τα μέτρα τόνωσης στην Κίνα. Συγκεκριμένα, ο S&P 500 υποδηλώνει πλέον 85% πιθανότητα ύφεσης στις ΗΠΑ, εν μέσω φόβων για λάθος πολιτική από τη Fed, ενώ στην Ευρώπη οι μετοχές υποδηλώνουν 80% πιθανότητα ύφεσης.
Η τράπεζα βλέπει επίσης ισχυρές στηρίξεις από τη χαμηλή τοποθέτηση των επενδυτών, την αρνητική επενδυτική ψυχολογία και τις εισροές από τις επαναγορές μετοχών από τις εισηγμένες. Αν και αναμένει ότι οι αγορές θα ανακτήσουν τις απώλειες που έχουν σημειώσει από τις αρχές του έτους στο δεύτερο εξάμηνο, δεν υποστηρίζει την αδιάκριτη αγορά risk assets. Ενώ ορισμένα τμήματα της αγοράς διαπραγματεύονται κοντά σε υψηλά όλων των εποχών, όπως οι αμυντικές μετοχές, άλλα βρίσκονται σχεδόν σε χαμηλά όλων των εποχών, όπως οι μικρές κεφαλαιοποιήσεις, η ενέργεια και η βιοτεχνολογία. Μέρος αυτής της bearish θέσης των επενδυτών αντανακλά ανησυχίες για ύφεση, τις οποίες δεν θεωρεί επικείμενες, ενώ την ίδια στιγμή πιστεύει ότι τα περιουσιακά στοιχεία που έχουν ελκυστικές αποτιμήσεις θα υπεραποδώσουν σε περίπτωση ύφεσης. Παράλληλα, στο μέτωπο της ανάπτυξης τα πράγματα θα είναι πολύ καλύτερα στο β’ εξάμηνο, καθώς πιθανότατα έχουμε ξεπεράσει την κορύφωση της επιθετικότητας της Fed και την κορυφή του πληθωρισμού. Γεωγραφικά, συνεχίζει να είναι overweight στις μετοχές του Ηνωμένου Βασιλείου και της Κίνας.
Société Générale: Οι πιέσεις στις μετοχές θα συνεχιστούν
Οι αγορές ξεκίνησαν ένα νέο κεφάλαιο το πρώτο τρίμηνο του τρέχοντος έτους, σημειώνει η Société Générale, όταν η Fed σηματοδότησε ότι θα λάβει αποφασιστικά μέτρα για την αντιμετώπιση του πληθωρισμού, και έτσι η ίδια μείωσε περαιτέρω το ρίσκο της.
Σε ό,τι αφορά την επενδυτική στρατηγική γ’ τριμήνου, οι προοπτικές για την ανάπτυξη παραμένουν υπό πίεση, ενώ ο πληθωρισμός θα παραμείνει σε υψηλά επίπεδα μέχρι να σταματήσει η άνοδος της τιμής του πετρελαίου. Παράλληλα, η σταδιακή κλιμάκωση φαίνεται να είναι πλέον δεδομένη όσον αφορά τον πόλεμο στην Ουκρανία. Έτσι, συστήνει στους επενδυτές να διατηρήσουν ένα προφίλ χαμηλού ρίσκου στα χαρτοφυλάκιά τους.
Τα risk assets έχουν ήδη σημειώσει σημαντική διόρθωση από τα πρόσφατα υψηλά τους, αλλά η Société Générale δεν βλέπει ακόμη σημάδια αλλαγής της τάσης και εκτιμά ότι οι πιέσεις στις μετοχές θα συνεχιστούν. Ο Nasdaq είναι 17% πάνω από τα προ πανδημίας επίπεδα και ο S&P 500 10%, και τα risk premiums των μετοχών δεν φαίνονται ιδιαίτερα υψηλά. Η μεταβλητότητα των μετοχών είναι μόνο μεσαίου εύρους και οι τρέχουσες θέσεις των επενδυτών δεν δείχνουν ακόμη ακραία αρνητικό κλίμα.
Για τις αγορές της Ευρώπης, σύμφωνα με το σενάριο της Société Générale, ο δείκτης STOXX 600 θα φτάσει τις 415 μονάδες, περίπου 3% υψηλότερα από τα τρέχοντα επίπεδα, και ο Eurostoxx τις 3.600 μονάδες (+5% από τα τρέχοντα επίπεδα) στα τέλη του 2022, ενώ το 2023 μπορεί να είναι μια καλή χρονιά για τις ευρωπαϊκές μετοχές, με διψήφια απόδοση.
Η Société Générale εκτιμά ότι το τρίτο τρίμηνο στην Ευρώπη μπορεί να είναι αρκετά ασταθές, καθώς αναμένεται από την ΕΚΤ να αυξήσει τα επιτόκια, η απόδοση των γερμανικών 10ετών ομολόγων θα αυξηθεί περαιτέρω και προς το 2,0% και ο πληθωρισμός θα συνεχίσει να αυξάνεται, με τις τιμές του πετρελαίου να φτάνουν τα 130 δολ./βαρέλι. Από το δ’ τρίμηνο αναμένεται η δυναμική του πληθωρισμού στην Ευρωζώνη να αποδυναμωθεί, οι αποδόσεις των μακροπρόθεσμων ομολόγων να κορυφωθούν και η αύξηση του ΑΕΠ να παραμείνει σταθερή.
Σε ό,τι αφορά τις ΗΠΑ, βλέπει τον S&P 500 στις 3.850 μονάδες στα τέλη του 2022, ενώ μπορεί να υποχωρήσει έως και τις 3.300 μονάδες εντός του επόμενου διαστήματος, πριν ανακάμψει αργότερα μέσα στο έτος. Δεν λαμβάνει υπόψη την ύφεση ή τον στασιμοπληθωρισμό ως βασικό σενάριο, αλλά μια τυπική ύφεση θα οδηγούσε τον S&P 500 στις 3.200 μονάδες, ενώ ένα σκηνικό στασιμοπληθωρισμού τύπου δεκαετίας του '70 θα μπορούσε να ωθήσει τον δείκτη στις 2.525 μονάδες.
Barclays: Παραμένουμε underweight στις μετοχές
"Πιστεύουμε ότι είναι ακόμη πολύ νωρίς για γίνουμε overweight στις μετοχές έναντι των ομολόγων, παρά το μέγεθος της υποχώρησης του δεύτερου τριμήνου", τονίζει η Barclays. Η βασική διαφορά σε αυτόν τον κύκλο είναι ότι οι κεντρικές τράπεζες προχωρούν σε επιθετική αυστηροποίηση της νομισματικής πολιτικής, οδηγώντας σε αδυναμία την ανάπτυξη, και είναι απίθανο να σταματήσουν. Ένα βιώσιμο ράλι στα risk assets δεν θα απαιτήσει μόνο ενδείξεις ότι η ανάπτυξη σταθεροποιείται, αλλά και ότι ο πληθωρισμός αλλάζει οριστικά πορεία, σε σημείο που θα μειώσει κάποια πίεση στις κεντρικές τράπεζες. Αυτό φαίνεται απίθανο στο τρίτο τρίμηνο.
"Επίσης, υπάρχει ένας αριθμός επικείμενων κινδύνων που δεν έχουν πραγματοποιηθεί ή αποτιμηθεί και αυτό μας ανησυχεί", προσθέτει η βρετανική τράπεζα. Πριν από λίγες μέρες έγινε γνωστό ότι η διακοπή φυσικού αερίου από τη Ρωσία στη Γερμανία και την Ιταλία είχε επιπτώσεις και στις γαλλικές εισαγωγές φυσικού αερίου. Η Σανγκάη ανακοίνωσε σχέδια για συνεχή και μαζικά τεστ COVID κάθε Σαββατοκύριακο μέχρι τον Ιούλιο. Και η ταχύτητα της πτώσης της στεγαστικής δραστηριότητας στις ΗΠΑ και οι επιπτώσεις είναι επίσης ανησυχητικά, όπως επισημάνει.
Παράλληλα, η Barclays πιστεύει ότι οι εκτιμήσεις των αναλυτών για την κερδοφορία των εταιρειών το 2022 και ο 2023 είναι πολύ αισιόδοξες τόσο στις ΗΠΑ όσο και στην Ευρώπη. Επιπλέον, ενώ οι αποτιμήσεις των μετοχών είναι πλέον πιο λογικές, οι δείκτες P/E θα μειωθούν περαιτέρω, δεδομένου του μακροοικονομικού περιβάλλοντος και του επιπέδου των επιτοκίων. Αν και η αγορά της Ευρώπης διαπραγματεύεται ήδη με discount-ρεκόρ σε σχέση με τις ΗΠΑ και δεν αναμένει περαιτέρω υποαπόδοση παρά τις μεγαλύτερες μακροοικονομικές προκλήσεις της περιοχής, ωστόσο αναμένει εξίσου χαμηλές αποδόσεις τόσο στις αμερικανικές όσο και στις ευρωπαϊκές αγορές.
πηγή:capital.gr