Καλλιέργεια πεπονιού - Λίπανση, άρδευση, εχθροί και φυτοπροστασία
Το πεπόνι, (Cucumis melo, Σικύος ο πέπων) είναι αγγειόσπερμο δικότυλο φυτό, το οποίο ανήκει στην οικογένεια των Κολοκυνθοειδών. Συγγενικό φυτό με την κολοκυθιά, την αγγουριά και την καρπουζιά.
Πού ευδοκιμεί το φυτό της πεπονιάς;
Το φυτό της πεπονιάς είναι ένα φυτό θερμών περιοχών, είναι απαιτητικό σε θερμότητα και ευαίσθητο στις χαμηλές θερμοκρασίες. Ειδικά κατά την περίοδο ωρίμανσης των καρπών της πεπονιάς, απαραίτητη προϋπόθεση είναι οι υψηλές θερμοκρασίες και η ελάχιστη εδαφική υγρασία. Είναι γνωστό πως η συγκεκριμένη καλλιέργεια υφίσταται και χωρίς ποτίσματα έχοντας σχετική ανοχή στην εδαφική υγρασία.
Οι σπόροι του φυτού βλαστάνουν με ελάχιστη θερμοκρασία 12-14 οC και ιδανικά στους 30 οC. Στο θερμοκήπιο οι επιθυμητές θερμοκρασίες ημέρας είναι οι 20-25 οC και για τη νύχτα οι 16-20 οC.
Σε θερμοκρασίες κάτω από τους 10-12 οC η ανάπτυξη των φυτών αναστέλλεται. Ικανοποιητική σχετική υγρασία θεωρείται 70-80%.
Όσον αφορά στις εδαφικές απαιτήσεις του φυτού, αυτό αναπτύσσεται με επιτυχία σε ποικίλης σύστασης εδάφη αλλά ευδοκιμεί καλύτερα στα ελαφρά-αμμοπηλώδη και βαθιά εδάφη, στα γόνιμα, στα ελαφρώς όξινα έως ελαφρά αλκαλικά, πλούσια σε οργανική ουσία με αρκετό κάλιο και όχι πολύ υγρά.
Κατάλληλο pH=6-7.5
Εποχή φύτευσης
Η εγκατάσταση της καλλιέργειας γίνεται με απευθείας σπορά ή με τη μεταφύτευση σποροφύτων. Σπορά απευθείας στον αγρό γίνεται την περίοδο Φεβρουαρίου - Μαρτίου για πρώιμη καλλιέργεια υπαίθρου χαμηλής κάλυψης και την περίοδο Απριλίου - Μαΐου για καλλιέργεια υπαίθρου κανονικής εποχής.
Σπορά σε θερμαινόμενο σπορείο, για πρώιμη καλλιέργεια υπαίθρου χαμηλής κάλυψης γίνεται την περίοδο Ιανουαρίου - Φεβρουαρίου και για θερμοκηπιακή καλλιέργεια, την περίοδο Οκτωβρίου - Νοεμβρίου. Με θερμοκρασία 25-30 οC, οι σπόροι βλαστάνουν (BBCH 01-09) σε 2-4 ημέρες και ένα μήνα μετά, όταν αποκτήσουν 2-4 πραγματικά φύλλα (BBCH 12-13) μεταφυτεύονται στο θερμοκήπιο ή στον αγρό.
Η μεταφύτευση των σπορόφυτων στον αγρό γίνεται την περίοδο Φεβρουαρίου - Μαρτίου, ενώ στο θερμοκήπιο την περίοδο Νοεμβρίου - Ιανουαρίου. Σε νοτιότερες περιοχές, όπως στην Κρήτη, σε θερμοκηπιακές καλλιέργειες, η σπορά σε σπορεία γίνεται την περίοδο Δεκεμβρίου - Ιανουαρίου και η μεταφύτευση των σποροφύτων την περίοδο Ιανουαρίου - Φεβρουαρίου.
Για σπορά απευθείας στον αγρό δημιουργούνται μικροί λάκκοι 25-30 cm στις γραμμές. Αν το πότισμα γίνεται με αυλάκια, τότε ανοίγονται αυλάκια μεταξύ των γραμμών, ενώ η διαδικασία αυτή δεν είναι απαραίτητη αν το πότισμα γίνεται με σταγόνες ή τεχνητή βροχή. Το έδαφος θα πρέπει να έχει ικανοποιητική υγρασία γι’ αυτό η προετοιμασία πρέπει να γίνεται όταν το έδαφος είναι στο "ρώγο" του. Σε κάθε λάκκο τοποθετούνται 4-5 σπόροι σε βάθος 2-5 cm. Όταν τα φυτά φυτρώσουν και αποκτήσουν τα πρώτα φύλλα (BBCH 12-13) γίνεται αραίωση ώστε να παραμείνουν 2 φυτά σε κάθε λάκκο. Για τη σπορά ενός στρέμματος χρειάζονται 150-200 gr σπόρου.
Όταν η σπορά γίνεται στο σπορείο για παραγωγή σποροφύτων, χρησιμοποιούνται μικρά γλαστράκια ή σακκίδια από πλαστικό ή κύβοι εδάφους ή "δίσκοι" τα οποία γεμίζονται με χώμα, που πρώτα έχει απολυμανθεί και στη συνέχεια, τοποθετούνται ένας ή δύο σπόροι σε βάθος 1-2 cm σε κάθε γλαστράκι. Όταν τα φυτά φυτρώσουν, συνήθως 5-8 ημέρες από τη σπορά, και αποκτήσουν τα πρώτα πραγματικά φύλλα (BBCH 12-13) είναι έτοιμα για μεταφύτευση ή εμβολιασμό.
Η μεταφύτευση των σποροφύτων στο έδαφος γίνεται σε μονές ή δίδυμες γραμμές. Τα σπορόφυτα πριν τη φύτευσή τους θα πρέπει να βρίσκονται σε καλή κατάσταση.
Σε υπαίθρια καλλιέργεια, φυτεύονται 500-600 αυτόρριζα σπορόφυτα ή 300 εμβολιασμένα σπορόφυτα ανά στρέμμα, ενώ σε θερμοκηπιακή καλλιέργεια, 1500-1600 σπορόφυτα ανά στρέμμα. Επί των γραμμών, πάνω στις λωρίδες μαύρου πλαστικού, ανοίγονται με ειδικό κυλινδρικό φυτευτήρι τρύπες, στις οποίες τοποθετούνται τα φυτάρια σε τέτοιο βάθος ώστε οι ρίζες τους να βρίσκονται στο παλιό τους βάθος. Στη συνέχεια, οι τρύπες γεμίζονται με έδαφος, ασκείται ελαφριά πίεση και ακολουθεί ελαφρύ πότισμα για να έρθουν σε στενή επαφή οι ρίζες με το έδαφος.
Προσοχή θα πρέπει να δίνεται ώστε το σημείο εμβολιασμού να μην έρχεται σε επαφή με το έδαφος. Στη συνέχεια, οι γραμμές καλύπτονται με διαφανή, πλαστικά κάλυψης πάνω από τις βέργες υποστύλωσης.
Λίπανση
Για μια ικανοποιητική παραγωγή μια ενδεικτική λίπανση/στρέμμα, αναφέρεται παρακάτω:
►Κοπριά χωνεμένη 2-4 κιλά (με βαθιά φθινοπωρινή άρωση)
► Επιφανειακή και βασική λίπανση: 30-40 κιλά 0-0-50
► Επιφανειακή και βασική λίπανση: 40-50 κιλά 21-0-0 και 26-0-0-50-60 κιλά 0-20-0
(πάντα όμως θα πρέπει να έχει προηγηθεί η κατάλληλη εδαφοανάλυση).
Άρδευση
Είναι φυτό που δεν έχει μεγάλες υδατικές απαιτήσεις.
Εποχή συγκομιδής
Η συγκομιδή πραγματοποιείται συνήθως 3-5 μήνες μετά τη σπορά
Οι πρώιμες υπαίθριες καλλιέργειες δίνουν την παραγωγή τους κατά τον Ιούλιο-Αύγουστο και οι όψιμες κατά τον Σεπτέμβριο-Οκτώβριο.
Οι καρποί συγκομίζονται ώριμοι-σχεδόν ώριμοι (2-4 ημέρες πριν την κανονική ωρίμανση)
Οι συνήθεις αποδόσεις είναι 1500-3000 κιλά/στρέμμα για τις υπαίθριες καλλιέργειεςκαι 3000-6000 κιλά για τις θερμοκηπιακές.
Μακρά διατήρηση των καρπών μπορεί να επιτευχθεί σε θερμοκρασίες 7-10 οC και σε σχετική υγρασία 90-95% για 10-20 ημέρες.
Καλλιεργητικές απαιτήσεις
► Απαιτεί υψηλές θερμοκρασίες.
► Απαιτεί ελαφρά-αμμοπηλώδη και βαθιά εδάφη, στα γόνιμα, στα ελαφρώς όξινα έως ελαφρά αλκαλικά, πλούσια σε οργανική ουσία με αρκετό κάλιο και όχι πολύ υγρά.
► Δεν είναι απαιτητικό σε νερό φυτό.
► Κατάλληλο pH=6-7.5
Φυτοπροστασία
Κάποιες από τις σημαντικότερες ασθένειες και σημαντικότερους εχθρούς, αναφέρονται παρακάτω:
✔ Εχθροί
► Autographa (Plusia) gamma (Ασημένιος σκώρος):
Οι προνύμφες τρέφονται προκαλώντας τρύπες στα φύλλα, τους μίσχους και τα στελέχη μέχρι την πλήρη καταστροφή των φυτών. Οι προνύμφες νεαρών σταδίων δεν έχουν την ικανότητα να μασάνε, αλλά συγκεντρώνονται στην κάτω επιφάνεια των φύλλων ξύνοντας τους ιστούς χωρίς όμως να καταστρέφουν την επιδερμίδα της πάνω επιφάνειας. Η ζημιά είναι μεγαλύτερη όσο μεγαλύτερες ηλικιακά είναι και οι προνύμφες. Μασούν τους φυτικούς ιστούς δημιουργώντας τρύπες και σκελετοποιώντας τα φύλλα.
► Delia (Phorbia) platura (Μύγα των σπόρων –Υλέμυια):
Η ζημιά προκαλείται από τις προνύμφες που βρίσκονται στο έδαφος οι οποίες τρέφονται με στους σπόρους κατά τη βλάστηση των φύτών. Συνήθως τα φυτά καταρρέουν πριν προλάβουν να εκπτυχθούν από το έδαφος. Προσβάλουν τις κοτυλιδόνες δημιουργώντας τρεφόμενες μικρές τρύπες και τις νεαρές ρίζες των φυταρίων, ενώ ανοίγουν στοά στο στέλεχος των νεαρών φυτών και το καταστρέφουν, ενώ προσβολή του ακραίου μεριστώματος οδηγεί σε παραμόρφωση του βλαστού ο οποίος παίρνει οφιοειδή σχήμα. Με υγρό καιρό οι προσβεβλημένοι ιστοί σήπονται και τα φυτά μαραίνονται καθώς επισης αποτελούν και πηγές εισόδου για παθογόνους μικροοργανισμούς, μύκητες, βακτήρια, καταστρέφοντας ακόμη περισσότερο την παραγωγή.
► Frankliniella occidentalis (Θρίπας της Καλιφόρνιας):
Προσβάλει φύλλα, βλαστούς, άνθη και καρπούς και με τα νύγματά του προκαλεί αργυρόχροα στίγματα με ακόλουθη σκωρίαση, νέκρωση, αναστολή ανάπτυξης του φυτού και παραμόρφωση των καρπών. Οι προσβεβλημένοι ανθοφόροι οφθαλμοί δεν ανοίγουν ή δεν ανοίγουν σωστά. Επίσης ο F. occidentalis είναι αποτελεσματικός φορέας των ιώσεων.
► Lyriomyza bryoniae (Λυριόμυζα της τομάτας):
Η ζημιά προκαλείται τόσο άμμεσα από τις προνύμφες όσο και έμμεσα από τα ενήλικα θηλυκά και η ένταση εξαρτάται από την πυκνότητα του πληθυσμού, τις καλλιεργητικές πρακτικές και ευπάθεια του φυτού ξενιστή. Όταν τα θηλυκά τρέφονται ή αποθέτουν τα αυγά τους προκαλούν με τον ωοθέτη τους μικρές κηλίδες στο φύλλο, συνήθως στην πάνω επιφάνεια του ελάσματος. Οι διατροφικές κηλίδες είναι κυκλικές και ορατές με γυμνό μάτι, ενώ αυτές, μέσα στις οποίες αποθέτονται τα αυγά, έχουν σχήμα οβάλ και δε διακρίνονται εύκολα. Οι νεοεκκολαπτόμενες προνύμφες τρέφονται μέσα στο φύλλο σχηματίζοντας στοές στους ιστούς του μεσόφυλλου χωρίς ομως να καταστρέφουν το εξωτερικό στρώμα της επιδερμίδας. Οι στοές εξαπλώνονται σε όλη την επιφάνεια του ελάσματος και το μέγεθός τους εξαρτάται από το στάδιο ανάπτυξης του φύλλου και το είδος του φυτού ξενιστή. Οι μεγαλύτερες προνύμφες σχηματίζουν ευρύτερες στοές. Σε περίπτωση που τα φύλλα είναι μικρά σε μέγεθος και δεν καλύπτουν τις διατροφικές ανάγκες των προνυμφών τότε αυτές μετακινούνται μέσω των βλαστών σε άλλα φύλλα, αλλά δε μπορεούν να εισέλθουν σε άλλα φύλλα αν βγούν από τη στοά τους. Όταν οι προνύμφες ολοκληρώσουν την ανάπτυξή τους τότε ανοίγουν με τα στοματικά τους μόρια μια τρύπα στη στοά και πέφτουν στο έδαφος όπου νυμφώνονται. Η προσβολή των προνυμφών προκαλεί αποξήρανση των φύλλων και πρόωρη φυλλόπτωση με αποτέλεσμα να μειώνεται η φωτοσυνθετική ικανότητα των φυτών και να μειώνεται η ποσότητα αλλά και η ποιότητα της παραγωγής. Οι διατροφικές κηλίδες που προκαλούν τα ενήλικα θυληκά, αν και μικρής σημασίας, επίσης μειώνουν την παραγωγή και αποτελούν πηγές εισόδου για παθογόνους μικροοργανισμούς, μύκητες, βακτήρια, ζημιώνοντας ακόμη περισσότερο την πάραγωγή. Τα νεαρά σπορόφυτα και τα μικρής ηλικίας φυτά μπορεί να καταστραφούν ολοσχερώς.
► Trialeurodes vaporariorum (Αλευρώδης των θερμοκηπίων):
Οι αλευρώδεις προσβάλλουν πολλές καλλιέργειες λαχανικών αλλά και καλλωπιστικά φυτά. Τα τέλεια και οι προνύμφες μυζούν χυμούς από την τρυφερή βλάστηση για να τραφούν. Στα παλαιότερα φύλλα βρίσκουμε τις νύμφες τελευταίου σταδίου. Τα νύγματά τους προκαλούν αποχρωματισμούς και νεκρώσεις ενώ τα κολλώδη εκκρίματα, που παράγουν καθώς διατρέφονται, λερώνουν την παραγωγή και υποβαθμίζουν την αξία της. Οι αλευρώδεις είναι και φορείς ιώσεων.
► Tetranychus urticae (Τετράνυχος κοινός):
Ζημιώνει τα φυτά βασικά με τη μύζηση των φυτικών χυμών από τα κύτταρα του μεσόφυλλου των φύλλων. Με τη μύζηση μειώνεται η χλωροφύλλη και το άζωτο των φύλλων και το φυτό καταπονείται. Με τη μύζηση αρχικά η άνω επιφάνεια των φύλλων γίνεται ανοιχτόχρωμη μουντή και παίρνει μία γκρίζα-μολυβί απόχρωση λόγω εισόδου αέρα στους ιστούς, ενώ η κάτω επιφάνεια καφετιάζει ελαφρώς. Με τη πρόοδο της προσβολής μεγάλο μέρος και σύντομα ολόκληρη η κάτω επιφάνεια των φύλλων καλύπτεται από τον άφθονο μετάξινο ιστό του αραχνοειδούς οπότε τα φύλλα δείχνουν έντονα σκονισμένα, ενώ η φωτοσυνθετική ικανότητα τους μειώνεται σημαντικά. Ακόμα και με μικρό πληθυσμό 3 π.χ. ατόμων ανά φύλλο να τρέφονται κοντά στο κεντρικό νεύρο στη κάτω επιφάνεια των φύλλων, σε αυτά καφετιάζουν-μελανιάζουν μεγάλες περιοχές του ελάσματος συνήθως με μορφή λωρίδων από το κεντρικό νεύρο προς τη περίμετρο (“transpiration burn”). Αυτό το σύμπτωμα μπορεί να παρουσιασθεί και μετά που θα έχουμε σκοτώσει τους τετράνυχους που είχαν προσβάλει τα φύλλα, ιδιαίτερα σε ξηροθερμικές συνθήκες. Τα φύλλα γρήγορα παίρνουν καθολική καφετί-μπρούτζινη στιλπνή απόχρωση (“bronzing”), γίνονται εύθραυστα και τελικά πέφτουν πρόωρα.Γενικά σημαντική προσβολή και αποφύλλωση επηρεάζει αρνητικά τη παραγωγή του έτους τόσο ποσοτικά όσο και ποιοτικά. Μπορεί ακόμα να προσβληθούν και οι καρποί παρουσιάζοντας σκωριόχρωση, ενώ θα έχουν μικρότερο του κανονικού μέγεθος και βάρος, λιγότερο έντονο χρωματισμό και υποβαθμισμένα οργανοληπτικά χαρακτηριστικά. Σε σοβαρή προσβολή μπορεί έχουμε πρόωρη ωρίμανση ή και καρπόπτωση. Παράλληλα μειώνεται η ζωηρότητα και ο ρυθμός ανάπτυξης του ίδιου του φυτού.
► Meloidogyne spp. (Κομβονηματώδεις):
Οι νηματώδεις προκαλούν χαρακτηριστικά συμπτώματα στα υπόγεια τμήματα των φυτών. Οι προνύμφες εισέρχονται στις ρίζες, στον κεντρικό κύλινδρο και τρέφονται από τα αγγειακά παρεγχυματικά κύτταρα. Στις ρίζες σχηματίζονται ακανόνιστα, πεπλατυσμένα φυμάτια με τη μορφή κόμβων ή εξογκωμάτων που δημιουργούνται από την παραγωγή υπερτροφικών κυττάρων του φλοιού των ριζών. Η δημιουργία των εξογκωμάτων οφείλεται στην παραγωγή τοξικών οισοφαγικών εκκριμάτων από τους νηματώδεις που διεγείρουν την παραγωγή γιγαντιαίων κυττάρων στα οποία ζουν ως ενδοπαράσιτα και από τα οποία τρέφονται. Η ένταση των συμπτωμάτων εξαρτάται από τον πληθυσμό και το είδος των νηματωδών και από το είδος και την ευπάθεια του ξενιστή. Οι προσβεβλημένες ρίζες σταματούν να αναπτύσσονται και κοντά στο σημείο προσβολής εκφύονται πολλές πλάγιες ρίζες. Συμπτώματα εμφανίζονται και στο υπέργειο τμήμα των φυτών χωρίς βέβαια να είναι χαρακτηριστικά της προσβολής από νηματώδεις. Λόγω καταστροφής του ριζικού συστήματος τα φυτά δεν απορροφούν τις απαραίτητες ποσότητες νερού και θρεπτικών στοιχείων με αποτέλεσμα να παρατηρείται μειωμένη ανάπτυξη των φυτών, μάρανση, χλώρωση ή και ξήρανση των φύλλων, μειωμένη καρποφορία και συνεπώς μειωμένη παραγωγή.
✔ Ασθένειες
► Alternaria alternata f. sp. cucurbitae (Αλτερναρίωση):
Είναι μία από τις πιο κοινές ασθένειες. Στα φύλλα σχηματίζονται αρχικά καστανοκίτρινες νεκρωτικές κηλίδες με κίτρινο περιθώριο σε ομόκεντρους κύκλους που αργότερα καλύπτονται από καστανόμαυρη εξάνθηση. Τα συμπτώματα εμφανίζονται αρχικά στα κατώτερα φύλλα και στη συνέχεια επεκτείνονται στα νεότερα τα οποία κιτρινίζουν, ξηραίνονται και πέφτουν. Παρόμοιες κηλίδες εμφανίζονται και στο βλαστό οι οποίες μεγαλώνουν και τον περιβάλλουν θανατώνοντας τελικά το φυτό.
► Cladosporium cucumerinum (Κλαδοσπορίωση):
Το παθογόνο προσβάλλει τα φυτά σε όλα τα στάδια ανάπτυξής τους και τα συμπτώματα εμφανίζονται σε όλα τα υπέργεια μέρη των φυτών. Στα φύλλα εμφανίζονται αρχικά υδατώδεις κηλίδες μεταξύ των νεύρων που αργότερα γίνονται υπόλευκες με κίτρινο περιθώριο και σχηματίζονται οι καρποφορίες του μύκητα. Οι προσβεβλημένοι ιστοί στις κηλίδες ξηραίνονται και πέφτουν δημιουργώντας μικρές τρύπες στα φύλλα. Στους καρπούς και τα στελέχη αρχικά εμφανίζονται υδατώδεις κηλίδες από τις οποίες εκκρίνεται μια κολλώδης ουσία και οι οποίες αργότερα εξελίσσονται σε έλκη. Πάνω στα έλκη σχηματίζονται οι καρποφορίες του μύκητα.
► Erysiphe cichoracearum (Ωίδιο):
Από την ασθένεια αυτή προσβάλλονται όλα τα κολοκυνθοειδή τόσο στο ύπαιθρο όσο και στο θερμοκήπιο. Καταστρέφεται το φύλλωμα με αποτέλεσμα την υποβάθμιση της ποιότητας των καρπών και τη μείωση της παραγωγής. Τα κύρια συμπτώματα είναι η εμφάνιση κηλίδων στην κάτω επιφάνεια των φύλλων, στους μίσχους και στους βλαστούς πάνω στις οποίες σχηματίζεται λευκή, αλευρώδης εξάνθηση. Στην πάνω επιφάνεια των φύλλων οι αντίστοιχες κηλίδες έχουν κίτρινο χρώμα. Αρχικά προσβάλλονται τα παλαιότερα φύλλα και στη συνέχεια τα υπόλοιπα ώριμα φύλλα (νεαρά φύλλα δεν προσβάλλονται). Προοδευτικά στους προσβεβλημένους ιστούς πάνω στο μυκήλιο σχηματίζονται τα μικρά μαύρα κλειστοθήκια του παθογόνου. Τελικά το φυτό μαραίνεται και ξηραίνεται.
► Pseudoperonospora cubensis (Περονόσπορος):
Η ασθένεια προσβάλλει σχεδόν αποκλειστικά τα φύλλα και σπάνια τους καρπούς. Τα πρώτα συμπτώματα εμφανίζονται στην πάνω μεριά των παλαιότερων φύλλων υπό τη μορφή κιτρινοπράσινων ακανόνιστων ή γωνιωδών κηλίδων που συνήθως περιορίζονται από τα νεύρα, ενώ στην κάτω επιφάνεια των φύλλων, στην περιοχή της κηλίδας, εμφανίζεται λευκή εξάνθηση και σύντομα γίνεται σκούρα λόγω του σκούρου χρώματος των σπορίων. Οι κηλίδες στη συνέχεια παίρνουν εντονότερο κίτρινο χρώμα και είτε παραμένουν χλωρωτικές παράγοντας συνεχώς σπόρια,είτε νεκρώνονται. Τελικά τα έντονα προσβεβλημένα φύλλα ξηραίνονται εντελώς ενώ οι μίσχοι τους παραμένουν πράσινοι. Οι προσβολές αρχίζουν συνήθως από τα χαμηλότερα φύλλα και προχωρούν στα φύλλα της κορυφής. Στους καρπούς η προσβολή εμφανίζεται με τη μορφή σκούρων κηλίδων που μετατρέπονται σε βυθισμένα έλκη. Μπορεί να συμβεί όμως και έμμεσα όταν προσβληθεί ο ποδίσκος τους οπότε οι νεαροί καρποί παύουν να αυξάνονται σε μέγεθος, παίρνουν σκούρο χρώμα και νεκρώνονται.
► Pythium spp. (Πύθιο):
Η ασθένεια προσβάλει όλα τα μέρη του φυτού που έρχονται σε άμεση (λαιμός, ρίζες) ή έμμεση επαφή με το έδαφος (καρποί), σε υπαίθριες καλλιέργειες και στα θερμοκήπια, προκαλώντας προφυτρωτικές και μεταφυτρωτικές τήξεις και σήψεις. Στην περιοχή του λαιμού και των ριζών εμφανίζεται υδαρής, καστανοκίτρινη κηλίδα που εξελίσσεται σε έλκος. Στο σημείο προσβολής οι ιστοί μοιάζουν σαν «βρασμένοι». Τα φυτά μαραίνονται και τελικά ξηραίνονται. Οι καρποί μολύνονται όταν έρχονται σε επαφή με το έδαφος και η ζημιά μπορεί να εμφανιστεί και μετά τη συγκομιδή. Αν και η ασθένεια είναι συχνή συνήθως προσβάλλονται λίγα φυτά σποραδικά στη σειρά και σπάνια οι προσβολές είναι καθολικές.
► Erwinia tracheiphilla (Βακτηριακή σήψη κολοκυνθοειδών):
Τα πρώτα συμπτώματα παρατηρούνται στα φύλλα όπου σχηματίζονται σκούρες πράσινες κηλίδες, οποίες μεγαλώνουν και συνενώνονται και τελικά τα φύλλα μαραίνονται και ξηραίνονται. Παρατηρείται, επίσης, σήψη του στελέχους και των νεαρών βλαστών που αρχικά γίνονται μαλακοί ανοιχτόχρωμοι, ενώ αργότερα σκληραίνουν, ξηραίνονται και συστρέφονται. Τελικά ολόκληρο το φυτό καταρέει. Από τα αγγεία του ξύλου εξέρχεται γαλακτώδης βακτηριακή μάζα. Η ασθένεια εξελίσσεται και κατά την αποθήκευση.
► Colletotrichum lagenarium (Ανθράκωση):
Είναι η πιο σημαντική ασθένεια των κολοκυνθοειδών προσβάλλοντας όλα τα μέρη του φυτού. Στα φύλλα αρχικά εμφανίζονται μικρές, υδατώδεις, κίτρινες, κυκλικές ή γωνιώδεις κηλίδες που αργότερα γίνονται καστανές ή μαύρες. Οι κηλίδες συνενώνονται καλύπτοντας μεγάλο μέρος του ελάσματος, οι ιστοί ξηραίνονται και τελικά τα φύλλα σχίζονται και πέφτουν. Στους μίσχους και το στέλεχος σχηματίζονται επιμήκεις κηλίδες που εξελίσσονται σε έλκη. Στους καρπούς οι κηλίδες είναι υδατώδεις, κυκλικές, ελαφρώς βυθισμένες και μαύρες και μερικές φορές με συνθήκες υψηλής υγρασίας εμφανίζουν κολλώδες έκκριμα ροζ χρώματος που είναι τα σπόρια του μύκητα. Οι προσβεβλημένοι φυτικοί ιστοί αποτελούν πηγές εισόδου για δευτερογενείς μολύνσεις από άλλους παθογόνου μικροοργανισμούς υποβαθμίζοντας ακόμη περισσότερο την παραγωγή.
► Zucchini yellow mosaic virus, ZYMV (Κίτρινο μωσαϊκό της κοινής κολοκυθιάς):
Τα συμπτώματα περιλαμβάνουν χλώρωση των νευρώσεων, μωσαϊκό, δεσμίωση και στένωση των φύλλων (φλυκταινοειδές μωσαϊκό), και φλυκταινοειδές μωσαϊκό και παραμορφώσεις στους καρπούς με αποτέλεσμα τη σοβαρή μείωση της ποσότητας και της ποιότητας της παραγωγής. Οι βλαστοί σχηματίζουν βραχέα μεσογονάτια διαστήματα και εμφανίζονται μεταχρωματισμοί και παραμορφώσεις στις ταξιανθίες.
Πηγή:blog.farmacon.gr
- Κατηγορία Αγροτικά Νέα
- 0