Αναφορά με πληροφορίες για σωστή άρδευση, λίπανση και αραίωμα των καρπών το οποίο συνεχίζεται με εντατικούς ρυθμούς σε ροδακινιές και νεκταρινιές.
Άρδευση
Η ροδακινιά είναι δένδρο απαιτητικό σε νερό καθ' όλη τη βλαστική περίοδο, κυρίως όμως από την περίοδο σκλήρυνσης του πυρήνα (ενδοκάρπιου) μέχρι της ωρίμασης του καρπού. Η έλλειψη νερού κατά την περίοδο αυτή επηρεάζει αρνητικά το μέγεθος και την ποιότητα των ροδάκινων, ως και την παραγωγή, τόσον κατά την τρέχουσα περίοδο, όσον και για την επόμενη χρονιά, γιατί μειώνει το μήκος της βλάστησης και εξασθενεί το δένδρο. Συνήθως χρειάζεται, για να καλύψει επαρκώς τις ανάγκες της σε νερό, περίπου 300-350 m3 νερό ανά στρέμμα κάθε χρόνο. Το υπερβολικό πότισμα, κυρίως σε εδάφη, που δεν αποστραγγίζονται καλά, ενδέχεται να προκαλέσει ζημιά στο ριζικό σύστημα των δένδρων και για αυτό θα πρέπει να αποφεύγεται. Επίσης προκαλεί χλώρωση στα φύλλα και φυλλόπτωση. Σχετικά με τη συχνότητα των ποτισμάτων θα πρέπει αυτά να γίνονται σε τακτά χρονικά διαστήματα, ώστε η υγρασία του εδάφους να διατηρείται κατά το δυνατό στο επίπεδο της υδατοϊκανότητάς του. Όσον αφορά τον τρόπο ποτίσματος, αυτό μπορεί να γίνει με κατάκλυση, αυλάκια, στάγδην και με μικρούς εκτοξευτήρες γύρω από τον κορμό των δένδρων (πότισμα σπρέϋ). Δε συνιστάται η τεχνική διαβροχής πάνω από τα δένδρα, γιατί ευνοεί τη σκωριόχρωση, το σχίσιμο του φλοιού των καρπών και τη μονίλια.[1]
Λίπανση
Η ροδακινιά είναι απαιτητική σε ανόργανα θρεπτικά στοιχεία και κυρίως σ' άζωτο και κάλι. Το είδος και η ποσότητα του λιπαντικού στοιχείου εξαρτάται απ' τον τύπο του εδάφους και τη γονιμότητα του, την κατασκευή και την περιεκτικότητα του σε χούμο, απ' τις κλιματικές συνθήκες κι άλλους παράγοντες. Συνήθως όμως λαμβάνεται υπόψη το μήκος της επάκριας βλάστησης του προηγούμενου χρόνου και η παραγωγή, προκειμένου να καθοριστεί η ποσότητα παροχής των λιπαντικών στοιχείων. Δένδρα με μεγάλη καρποφορία, ή δένδρα με αραιό, η ελαφρά χλωρωτικό φύλλωμα χρειάζονται αυξημένες ποσότητες λίπανσης. Η εμπειρική λίπανση κατά στρέμμα είναι της τάξης 15-20 μονάδες για το άζωτο (σαν θειϊκή αμμωνία 75-100kg λιπάσματος), 5-6 μονάδες για το φώσφορο (σαν υπερφωσφορικό 25-30kg λιπάσματος) και 15-20 μονάδες για το κάλι (σαν θειικό κάλι 30-40 kg λιπάσματος) και κάθε 2 χρόνια για το φώσφορο και κάλι, όταν τα εδαφικά αποθέματα είναι ανεπαρκή. Η προσθήκη των λιπαντικών στοιχείων συνιστάται να γίνεται χρονικά, όπως στη βερυκοκκιά. Οι ανάγκες της ροδακινιάς σε θρεπτικά στοιχεία μπορεί να προσδιοριστούν επαρκώς μ' ανάλυση φύλλων, αν και διάφοροι παράγοντες μπορεί να επηρεάσουν την περιεκτικότητα του φύλλου σε κάποιο στοιχείο. Η σύσταση των φύλλων κατά τη διάρκεια της βλαστικής περιόδου ποικίλλει σημαντικά. Η πιο κατάλληλη περίοδος για την παραλαβή φύλλων, για ανάλυση, είναι ο μήνας Ιούλιος. Ως πιο κατάλληλα για δειγματοληψία φύλλα είναι τα φύλλα της βάσης μέχρι τα μέσα του βλαστού, που έχουν εκπτυχθεί πλήρως, γιατί δίνουν πιο σταθερές τιμές.
Η ανάλυση εδάφους έχει πολύ μικρή σημασία στον προσδιορισμό των αναγκών της ροδακινιάς σε θρεπτικά στοιχεία. Όπως και στην δαμασκηνιά παρατηρούνται και στην ροδακινιά φαινόμενα τροφοπενιών. Για να αναγνώσετε αναλυτικά τα φαινόμενα τροφοπενιών στην ροδακινιά, επειδή ισχύει ακριβώς το ίδιο με τη δαμασκηνιά, παρακαλούμε αναγνώστε τον παρακάτω σύνδεσμο:
Λίπανση δαμασκηνιάς[1]
Αραίωμα καρπών
Το αραίωμα των καρπών της ροδακινιάς είναι αναγκαίο, γιατί βελτιώνει το μέγεθος και την ποιότητα των καρπών, κυρίως, όταν το δένδρο έχει μεγάλο φορτίο. Ο βαθμός αραιώματος των καρπών εξαρτάται κάπως απ' το δυνητικό μέγεθος του ώριμου καρπού μιας συγκεκριμένης ποικιλίας. Γενικά, όσο μικρότερο είναι το κανονικό μέγεθος του καρπού κατά την ωρίμαση, τόσο πιο μεγαλύτερη πρέπει να είναι η απόσταση μεταξύ των καρπών, που αφήνονται επί του βλαστού. Η κατάλληλη όμως απόσταση αραιώματος μερικώς εξαρτάται και απ' τη φυλλική επιφάνεια κατά καρπό και τη ζωηρότητα του δένδρου. Συνήθως απαιτούνται περίπου 35 υγιή, μέσου μεγέθους πράσινα φύλλα για την παραγωγή ενός καρπού καλού μεγέθους και καλής ποιότητας. Κατά το αραίωμα των καρπών, πρέπει να αφήνεται μόνον ένας καρπός σε κάθε 15-20cm επί του βλαστού. Αν και το αραίωμα αυτό είναι αυστηρό και ακριβό, πρέπει να ενθυμούμεθα ότι οι μικροί καρποί δύσκολα διατίθενται στο εμπόριο. Επίσης το αραίωμα διευκολύνει τη συγκομιδή των καρπών και μειώνει τον κίνδυνο σπασίματος των κλάδων, που φέρουν μεγάλο φορτίο. Οι πρώιμες ποικιλίες, που έχουν την τάση να υπερκαρποφορούν, πρέπει να αραιώνονται καλά, πριν από την φυσική καρπόπτωση του Ιουνίου, γιατί έτσι το μέγεθος των καρπών αυξάνει σημαντικά και η ωρίμαση - επιταχύνεται. Οι πρώιμες ποικιλίες έχουν πολύ μικρότερη περίοδο ανάπτυξης του καρπού τους απ' ότι οι όψιμες. Το πρώιμο αραίωμα των καρπών στις πρώιμες ποικιλίες δεν αυξάνει μόνο το μέγεθος των καρπών, αλλά και την ποσότητα της νεαρής βλάστησης και του μεγέθους των φύλλων. Αν το αραίωμα πολλών πρώϊμων ποικιλιών καθυστερήσει πολύ μετά την έναρξη σκλήρυνσης του πυρήνα, το τελικό μέγεθος του καρπού δε θα αυξηθεί σημαντικά. Αυτό επισυμβαίνει κυρίως, όταν κατά την αρχή της βλαστικής περιόδου και κατά τη συγκομιδή επικρατούν ξηρικές καιρικές συνθήκες.
Στις μεσοπρώϊμες και όψιμες ποικιλίες το αραίωμα πρέπει να γίνεται αμέσως μετά τη φυσική καρπόπτωση του Ιουνίου, κατά το οποίο θα πρέπει να αφαιρούνται οι μικρότεροι και ελαττωματικοί καρποί. Πειραματικά δεδομένα, που αφορούν την ποικιλία Elberta έχουν δείξει ότι, αν η καρπόδεση είναι μέτρια και η καρπόπτωση του Ιουνίου είναι μέτρια μεγάλη και το πραίωμα γίνει αμέσως μετά την καρπόπτωση του Ιουνίου, συνήθως συμβάλλει στην παραγωγή καρπών καλού μεγέθους και χρώματος. Αν όμως το αραίωμα καθυστερήσει και γίνει κατά την περίοδο σκλήρυνσης του πυρήνα ή και αργότερα μέχρι την έναρξη της τρίτης περιόδου αύξησης του καρπού, συνεχίζει να έχει θετική επίδραση στην τελική αύξηση του μεγέθους του καρπού. Καλό είναι, κατά το αραίωμα, να λαμβάνεται υπόψη, εκτός απ' τη συγκεκριμένη απόσταση (15-20cm), που πρέπει να αφήνεται από καρπό σε καρπό επί του βλαστού, η φυλλική επιφάνεια, η ζωηρότητα και η παραγωγική ικανότητα του δένδρου. Μετά από έναν ανοιξάτικο παγετό, μερικές φορές, τα μόνα άνθη που επιβιώνουν είναι εκείνα που βρίσκονται στη βάση των επάκριων βλαστών του δένδρου. Όταν αυτό επισυμβεί, οι καρποί δεν αραιώνονται, και αν ακόμα ο ένας καρπός αγγίζει τον άλλο, γιατί η φυλλική επιφάνεια είναι επαρκής γι’ όλους τους καρπούς.
Το αραίωμα των καρπών μπορεί να γίνει με το χέρι, με κλάδεμα (αφαίρεση βλαστών) κατά τη χειμερινή περίοδο ή κατά την άνθηση (σε παγετοπληκτες περιοχές), με ειδικά κοντάρια μήκους 1,3 έως 2,6 μέτρων ή και μακρύτερα, με δονητές και με χημικά μέσα. Το αραίωμα των καρπών με το χέρι, αν και είναι ο ακριβότερος τρόπος αραιώματος, είναι όμως και ο καλύτερος. Στη χώρα μας συνηθίζεται το αραίωμα να γίνεται με το χέρι. Οι τρόποι αραιώματος με κλάδεμα, με κοντάρια και δονητές εφαρμόζονται κυρίως στις ΗΠΑ, Αυστραλία και Ν. Αφρική, αλλά δεν είναι πολύ αποτελεσματικοί και χρειάζεται να γίνει συμπληρωματικό αραίωμα με το χέρι. Τα χημικοαραιωτικά (άλλα αποτελεσματικά κατά την άνθηση και άλλα επί των αναπτυσσόμενων καρπών) μπορεί να χρησιμοποιηθούν για αραίωμα των καρπών της ροδακινιάς κάτω υπό ειδικές συνθήκες. Αλλά το καθένα χωριστά δε δίνει σταθερά αποτελέσματα. Τα πιο πολλά προκαλούν χλώρωση στα φύλλα και μερικά φυλλόπτωση στις συνιστώμενες αποτελεσματικές δόσεις. Συνεπώς το χημικό αραίωμα, με τα σημερινά δεδομένα, δε συνιστάται για τη ροδακινιά.
gaiapedia.gr